Συνέντευξη με τη λογοτέχνιδα Στέλλα Φραντζή - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ - Περιοδικό Κέφαλος

Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς.


ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

Συνέντευξη με τη λογοτέχνιδα Στέλλα Φραντζή - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ




Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν (ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ έως 31/3/2019). Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία θα συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book. 
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη Λογοτέχνιδα, Στέλλα Φραντζή, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό της έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΣΤΕΛΛΑ ΦΡΑΝΤΖΗ

1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;

Είναι η τέχνη του λόγου. Μια τέχνη που πιστεύω πως όλοι διαθέτουμε. Βρίσκεται μέσα μας σε λανθάνουσα κατάσταση και περιμένει από εμάς να την... ξυπνήσουμε. Η Λογοτεχνία εκφράζει με λέξεις αυτό που όλοι έχουμε μέσα στην ψυχή μας. Συναισθήματα, σκέψεις, πάθη...

2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;

Είναι ένα λιμάνι απ' όπου ξεκινούν τα ομορφότερα ταξίδια του νου.  Μέσα από τη Λογοτεχνία μαθαίνουμε τον κόσμο, την Ιστορία, τον Πολιτισμό. Μας προσφέρει ξεκούραση, γαλήνη και μας δίνει τροφή για σκέψη και προβληματισμό.

3. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;

Ξεκίνησα να γράφω το 2012. Αφορμή στάθηκε, η επιθυμία να ανεβάσουμε ένα μουσικοθεατρικό έργο- αφιέρωμα στα 90 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή, στο σχολείο που υπηρετούσα. Έτσι, ανέλαβα να γράψω τα κείμενα. Μετά την απήχηση που είχε και τη συγκίνηση που προκάλεσε, η συνέχιση του πρώτου μου αυτού εγχειρήματος ήταν δεδομένη.

4. Γιατί γράφετε;

Γιατί γράφω...  Δεν έχω συγκεκριμένη απάντηση. Από την ώρα που έγινε η αρχή, η συγγραφή είναι πια για μένα τρόπος ζωής. Αυτό που συμβαίνει είναι κάτι μαγικό. Μια συνεχόμενη πηγή έμπνευσης. Σαν να υπήρχαν άπειρες ιδέες κλειδωμένες μέσα στο μυαλό μου, που κάποιος ξαφνικά τους άνοιξε την πόρτα για να βγουν στο φως.

5. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας; 

Η πρώτη πηγή έμπνευσης υπήρξε για μένα η Μικρά Ασία. Έχοντας και η ίδια καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και γράφοντας τα κείμενα για το έργο : ''Σμύρνη, πατρίδα μου γλυκιά'', ανακάλυψα, εκτός από τα ιστορικά γεγονότα, πάμπολλες πτυχές της καθημερινής ζωής των Ελλήνων της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης κλπ. Τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις... Τώρα πια, πηγή έμπνευσης μπορεί να είναι οτιδήποτε. Μια λέξη, μια εικόνα, μια ιστορία που μπορεί ν' ακούσω. Τα πάντα! 

6. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;

Κυρίως μυθιστόρημα. Αλλά και νουβέλες και διηγήματα. 

7. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.

Έχω γράψει αρκετά διηγήματα, μεταξύ των οποίων, ''Η γιαγιά Αγγελικώ'', ''Ο ξένος'' και ''Η Γένεση... αλλιώς'', τα οποία βραβεύτηκαν σε Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Συμμετείχα σε δυο ομαδικές Ανθολογίες, μία με διηγήματα με τον τίτλο ''Η παλιά βαλίτσα'' και μία με θεατρικά μονόπρακτα με τον τίτλο ''Σπουδή σε θεατρικά κείμενα''. Από το μονόπρακτο, με το οποίο συμμετείχα, ξεκίνησε το''ταξίδι'' του πρώτου μου ολοκληρωμένου έργου. Ένα θεατρικό έργο με τίτλο ''Το Ημερολόγιο της Σμύρνης'', το οποίο σκηνοθέτησε ο ηθοποιός Στέλιος Καλαθάς και παίχτηκε σε πολλούς Δήμους της Αττικής, από τη θεατρική ομάδα ΠΕΡΑΜΑΤΙΖΩΜΑΣΤΕ.  Στο έργο αυτό βασίζεται και το πρώτο μου μυθιστόρημα με τίτλο ''Το Ημερολόγιο'', που εκδόθηκε το 2017 από τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ και το οποίο είναι υποψήφιο για το βραβείο της Εστίας Ν. Σμύρνης, για τον Διαγωνισμό βιβλίων Μικρασιατικού περιεχομένου. 
Το δεύτερο μυθιστόρημά μου με τίτλο''Και ύστερα ξέσπασε η καταιγίδα'' εκδίδεται  σε λίγες μέρες, από τις Εκδόσεις ΑΕΝΑΟΝ. 
Έχω γράψει ένα ακόμη μυθιστόρημα και 3 νουβέλες, που βρίσκονται στο... συρτάρι και εδώ και λίγο καιρό, έχω αρχίσει να γράφω ένα καινούριο μυθιστόρημα. 

8Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Και ύστερα ξέσπασε η καταιγίδα». 

Το τελευταίο μου βιβλίο... ''Και ύστερα ξέσπασε η καταιγίδα''. Είναι ένα κοινωνικό, ερωτικό μυθιστόρημα. Ένας έρωτας απαγορευμένος, έξω όμως από τα συνηθισμένα. Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα ερωτικό τρίγωνο ή κάτι τέτοιο. Οι συγκυρίες και το χέρι της Μοίρας, οδηγούν τους ήρωες σε καταστάσεις απρόβλεπτες και τέλος, καταστροφικές. Η ανατροπή του τέλους, πιστεύω πως είναι το δυνατό σημείο του βιβλίου. Ελπίζω να έχω καταφέρει να ικανοποιήσω τον αναγνώστη και να μπορέσει να απολαύσει το ''ταξίδι''.  

9. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;

Συνήθως το πρωί, αλλά και όποτε είμαι μόνη μου στο σπίτι και υπάρχει ησυχία.

10.  Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;

Εάν έχει τη συγγραφή ως μέσον βιοπορισμού, νομίζω πως είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Από την άλλη, το γράψιμο χαρίζει όμορφες, δημιουργικές ώρες, βοηθάει στο να αποφορτίζει από αγχωτικές καταστάσεις και είναι μια ευκαιρία να ξεχνάμε, έστω και προσωρινά, τη δύσκολη καθημερινότητα και ό, τι άλλο μας στενοχωρεί.

11. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;

Πιστεύω πως για να γίνει ένα βιβλίο ευπώλητο, πρέπει να έχει σαφήνεια, γρήγορη ροή, ποικιλία στην πλοκή, δυνατούς χαρακτήρες. Να σου κόβει την ανάσα. Να μην μπορείς να το αφήσεις απ' τα χέρια σου, μέχρι να φτάσεις στην τελευταία σελίδα.  Να έχει ανατροπές που να σε κάνουν να λες... ουάου! Και, βέβαια, εξίσου σημαντική θεωρώ και τη σωστή διαφήμιση και προώθηση εκ μέρους του Εκδοτικού. 

12. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε; 

Έντυπο. Θέλω να το πιάνω στα χέρια μου, να το ξεφυλλίζω.

13.  Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;

Να γράφει πρώτα για τον εαυτό του. Να μην είναι τα χρήματα ο βασικός του στόχος, αλλά το πώς θα συγκινήσει τον αναγνώστη. Πώς θα αγγίξει την ψυχή του. Δεν είμαι υπεράνω χρημάτων. Προς Θεού! Όμως, σαν νέα συγγραφέας που είμαι κι εγώ, θέλω να σας πω, πως η χαρά που παίρνω όποτε κάποιος μου λέει πως το βιβλίο μου τον ''ταξίδεψε'', πως του ''ομόρφηνε τη ζωή'', πως τον έκανε να δακρύσει, να χαμογελάσει κλπ, δεν πληρώνεται με χρήματα. Και όπως είπε και ο Μολιέρος ''Πρώτα γράφω για τον εαυτό μου, ύστερα για τους άλλους και μετά για τα λεφτά''. 

14. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;

Είναι πάρα πολλά. Αν μπορούσα να ξεχωρίσω κάποιο, χωρίς να υποτιμώ, βέβαια, και κάποια άλλα εξίσου δυνατά βιβλία, θα έλεγα το ''Σέρρα'', του Γιάννη Καλπούζου, το οποίο πραγματικά με συγκλόνισε. Επίσης μου άρεσε πολύ η τριλογία της Μαίρης Κόντζογλου ''Τα παλιά ασήμια''. Περιγράφει πολύ όμορφα τα τοπία και τη ζωή στην Καππαδοκία και τον Πόντο. Τα έθιμα και τις παραδόσεις.

15. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;

Να ολοκληρώσω το μυθιστόρημα που έχω ξεκινήσει και στο ενδιάμεσο, να μπορέσουν να δουν το φως της δημοσιότητας και αυτά που είναι ήδη έτοιμα. 


                                *     *     *

Μοιραίο πάθος
(έργο της Στέλλας Φραντζή) 

Τη συνάντησα στην εξώπορτα. Συνόδευσα τα παιδιά ως το σχολικό κι ετοιμαζόμουν ν’ ανέβω στο σπίτι μου, όταν έπεσα σχεδόν πάνω της. Πού στα κομμάτια πήγαινε πρωί πρωί; Μπα! Πουθενά. Πετάχτηκε έξω μόλις με άκουσε. Έτσι όπως ήταν, με το νυχτικό και τις παντόφλες και τον κίτρινο μποξά, ριγμένο στην πλάτη της. Τον τελευταίο καιρό με κοιτάζει περίεργα. Με παρακολουθεί σαν την οχιά, που είναι έτοιμη να χύσει το δηλητήριό της. Φοβάμαι πως κάτι έχει καταλάβει. Τώρα θα μου πεις, πάντα έτσι δεν με κοίταζε; Με αυτό το κακό, γεμάτο ζήλια βλέμμα. Αυταρχική και κακομούτσουνη, ψηλή και σωματώδης, σαν Ταγματάρχης των Ες Ες. 
Αυτή η συγκατοίκηση ήταν η Κόλαση, αλλά και ο Παράδεισος μαζί. Είχα μια όμορφη οικογένεια. Μια ήρεμη καθημερινότητα. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ, πως η ζωή μου θα ερχόταν τα πάνω κάτω. Ο ξάδελφος! Ο πρώτος μου ξάδελφος! Η μάνα μου και ο πατέρας του, αδέλφια. Είχα 20 χρόνια να τον δω. Εκείνος ήταν τότε στα 15, ένα στρουμπουλό αγοράκι με χοντρά μυωπικά γυαλιά και με τα σπυριά της εφηβείας να ασχημαίνουν το πρόσωπό του, κι εγώ στα 20, πάνω στον ανθό της νιότης μου. Όταν πέθανε ο άντρας της, αυτή, έκοψε κάθε επαφή με το σόι του. Το κακό που μας έκανε! Ποιος είχε όρεξη να βλέπει τα ξινισμένα της μούτρα! 
Και ύστερα, ξαφνικά… να την στο αποκάτω σπίτι. Ο γιος της το ζήτησε, λέει. Να μείνει στο σπίτι της γιαγιάς, το σπίτι που κληρονόμησε, εκεί που είχε αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια. Μπούρδες! Τι αναμνήσεις είχε; Πότε τον άφησε η μάνα του να μείνει με τη γιαγιά και τις θείες! Συνέχεια κολλημένο στη φούστα της τον είχε. Τον κοίταζε λες και… Μη χειρότερα! Ο Θεός να με συγχωρέσει! Ούτε και τον άντρα της άφηνε να πάει μόνος του να δει τη μάνα του. Εκεί κι αυτή. Από κοντά. Φοβόταν μην και του βάλουν λόγια. Την είχε, βλέπεις, λερωμένη τη φωλιά της. Χα! Ποιος να βάλει λόγια, ρε; Η γιαγιά; Δεν ήταν πεθερά αυτή. Ένας άγγελος ήταν. Ή οι θείες, που έκαναν γαργάρα την κακία και την απροκάλυπτη ζήλια της για να μην κακοκαρδίσουν τον αδελφό τους; Τι ζήλεια ήταν αυτή, Θεέ μου! Τα πάντα ζήλευε αυτή η γυναίκα. Ανθρώπους και αντικείμενα. Τεσσάρων χρονών ήμουνα όταν μπήκε νύφη στο σπίτι μας. Μικρό παιδάκι. Τι να καταλάβω από τα καμώματα των μεγάλων; Και όμως, τα μάτια της έσταζαν έχθρα όταν με κοίταζε. Το’ νιωθα. Ζήλευε την αγάπη που μου έδειχναν οι δυο γεροντοκόρες θείες. Τη στοργή και τη λαχτάρα που έτρεφαν για τη μονάκριβη κόρη της μικρότερης αδελφής τους. Το ανίψι, που ήταν και για τις δυο, το παιδί που ποτέ δεν απέκτησαν.
Τα’ χασα όταν τον είδα! Χριστέ μου! Τι κούκλος ήταν αυτός! Το κοράκι είχε μεταμορφωθεί σε αητό. Ψηλός, γυμνασμένος, με κοντοκουρεμένα τα κατάμαυρα μαλλιά του. Με κάρφωσε με το πράσινο βλέμμα του κι ένιωσα τη γη ν’ ανοίγει κάτω απ’ τα πόδια μου. Δεν είχαμε μεγαλώσει μαζί. Δεν ένιωθα το αίμα να μας ενώνει. Και απ’ ό, τι έβλεπα στα μάτια του κι εκείνος το ίδιο αισθανόταν. Ήταν θέμα χρόνου να συμβεί το μοιραίο. Βρισκόμαστε όσο πιο συχνά μπορούσαμε. Πότε στο σπίτι μου και πότε στο δικό του. Ώσπου… Δεν ήταν μόνο, το πάθος που μας είχε κάνει απρόσεκτους, αλλά και το γερακίσιο μάτι της θείας, που καραδοκούσε πίσω από τις κλειστές πόρτες και τα κουφωτά παράθυρα. 
<<Ξέρω τι γίνεται>>, διέκοψε τις σκέψεις μου η… θεία. <<Δεν ντρέπεσαι; Είναι πρώτος σου ξάδελφος. Αν δεν σε φτάνει ο άντρας σου, ας έβρισκες κάποιον άλλον να βγάλεις τα μάτια σου>>.
Λες και μπήκε ο διάβολος μέσα μου, εκείνη την ώρα. <<Γιατί, μήπως τον θέλεις για τον εαυτό σου;>> της είπα. Όλο το αίμα στράγγισε από το πρόσωπό της. Το βλέμμα της πέτρωσε, έγινε μια γκρίζα, τρομαχτική μάσκα.
 <<Τσούλα!>> σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια της. <<Θα σε παρακολουθώ. Αν δεν σταματήσεις αμέσως να πηδάς τον γιο μου, θα τα πω όλα στον άντρα σου>>. Της γύρισα την πλάτη κι έφυγα, τρέμοντας ολόκληρη.
 Πέρασε ένας μήνας. Κάθε μέρα η ίδια ιστορία. Απειλές και εκβιασμοί. Τα νεύρα μου είχαν γίνει κουρέλια. Δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο αυτό. Δεν το άντεχα. Έπρεπε να κάνω κάτι δραστικό. Ένιωθα τη ματιά της στην πλάτη μου να με καρφώνει σαν λεπίδα μαχαιριού.
 <<Έχεις δίκιο>>, της είπα, τάχα μετανιωμένη, εκείνο το πρωί. <<Έλα να πιούμε ένα ζεστό και να το συζητήσουμε. Δεν είναι ωραίο να είμαστε εχθροί μέσα στο ίδιο σπίτι>>. 
 Τα’ χασε. Αυτό δεν το περίμενε. Δίστασε για λίγο και ύστερα με ακολούθησε. Καθίσαμε στο τραπέζι της κουζίνας, η μια απέναντι από την άλλη. Έριξα νερό στον βραστήρα και σερβίρισα το καυτό τσάι στα φλιτζάνια. Έβαλα στο δικό μου μια κουταλιά μέλι και στο δικό της λίγη ζάχαρη, στη μύτη του κουταλιού. Όπως το προτιμούσε. Μόνο που στο βάζο με τη ζάχαρη υπήρχε τώρα… στρυχνίνη. <<Άστα>>, είχα πει την προηγούμενη μέρα στον φαρμακοποιό. <<Ποντίκια!>> 
<<Συγγνώμη>>, της είπα. <<Έχεις δίκιο. Θα το σταματήσω, σήμερα κιόλας>>. Με κοίταζε, αμφιβάλλοντας για την ειλικρίνεια των λόγων μου, πίνοντας αργά το τσάι της. Ξαφνικά, έγινε κατακόκκινη. Ένας δυνατός πόνος στο στομάχι, την έκανε να διπλωθεί στα δύο. 
<<Δεν αισθάνομαι καλά>>, μου είπε. Την κοίταξα αδιάφορα και συνέχισα να πίνω το τσάι μου, χαμογελώντας σαρκαστικά. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από τον τρόμο. Κατάλαβε. Με έναν τελευταίο σπασμό, σωριάστηκε στο πάτωμα. Μπροστά στα πόδια μου. Αποτελείωσα με την ησυχία μου το τσάι και ύστερα, σήκωσα το τηλέφωνο και κάλεσα τον γιο της και εραστή μου. 
<<Έλα γρήγορα. Κάτι έπαθε η μάνα σου>>, φώναξα έντρομη, κάνοντας και τον καλύτερο, βραβευμένο με Όσκαρ ηθοποιό, να πρασινίσει από τη ζήλεια του. Σε λιγότερα από δέκα λεπτά ορμούσε στην κουζίνα μου. <<Δεν ξέρω τι έπαθε>>, ψέλλισα. <<Πίναμε ένα τσάι και… Ήθελα να… να την καλοπιάσω. Να κάνω κάτι, τέλος πάντων για να της ρίξω στάχτη στα μάτια. Να μας αφήσει ήσυχους. Τι να κάνουμε, λες; Να καλέσουμε ασθενοφόρο…>>
Γονάτισε και ακούμπησε το δάχτυλό του στον λαιμό της. Ήταν νεκρή. Γύρισε και με κοίταξε βαθιά στα μάτια, συνοφρυωμένος. Τρόμαξα. Λες να κατάλαβε τι είχα κάνει; Άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω, να πω κάτι. Οτιδήποτε. Να διώξω από το μυαλό του την όποια κακιά σκέψη. Μα, τότε εκείνος σηκώθηκε, τίναξε τη σκόνη από το παντελόνι του και μου χάρισε ένα αστραφτερό, γεμάτο πάθος χαμόγελο. <<Επιτέλους!>> μου είπε. <<Είμαστε πια ελεύθεροι>>. 


ΚΟΙΤΑ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ
(έργο της Στέλλας Φραντζή) 

Ξύπνησα από τους χτύπους της καρδιάς μου, που κάλπαζε σαν αφηνιασμένο άλογο, κάτω απ’ το στήθος μου.  Τι ήταν αυτό που μου συνέβαινε; Εφιάλτης, αστρική προβολή, ταξίδι  στο μέλλον; Δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Ακούμπησα τα τρεμάμενα πόδια μου στο πάτωμα και σηκώθηκα αργά από το κρεβάτι. Χρειαζόμουν λίγο νερό, για να βρέξω τον κατάξερο λαιμό μου. 
Άνοιξα την πόρτα και… Ένα λευκό μονοπάτι απλωνόταν μπροστά μου. Πισωπάτησα ξαφνιασμένη. Έκανα ένα πρώτο, διστακτικό βήμα. Και ύστερα ένα δεύτερο. Έκλεισα τα μάτια μου για να συνηθίσουν στο εκτυφλωτικό φως κι όταν τα άνοιξα ξανά, είδα άυλες, ανέκφραστες φιγούρες να περπατούν δίπλα μου, τυλιγμένες σε μια απόκοσμη, συννεφένια ομίχλη. Δεν με κοίταζαν, όμως ένιωθα πως κάτι ήθελαν να μου δείξουν. Τις ακολούθησα δειλά, διστακτικά στην αρχή. Όσο όμως προχωρούσα, τα βήματά μου γίνονταν πιο αποφασιστικά, σαν να ήταν εκείνα, που από μόνα τους με κατηύθυναν. Φτάσαμε σ’ ένα δάσος από ηλιοτρόπια. Πόσο όμορφα ήταν! Με τον λυγερό μίσχο και τα κατακίτρινα λαμπερά φύλλα τους, να στεφανώνουν μια ανάγλυφη καρδιά. Χώθηκα ανάμεσά τους. Άπλωσα, μαγεμένη, τα  χέρια μου και τα χάιδεψα. Κοίταξα προς τα εκεί που είχαν στραμμένα τα κεφαλάκια τους και αντίκρισα τον ήλιο. Τον κοίταξα κατάματα. Μια υπέροχη αίσθηση γαλήνης με πλημμύρισε. Άρχισα να τρέχω ανάμεσά τους. Άφηνα τα κλαδιά τους, σαν στοργικά χέρια  να μ’ αγκαλιάσουν. Απολάμβανα το άγγιγμά τους  στο πρόσωπό μου. Έτρεχα, έτρεχα, γελώντας σαν παιδί. Έτρεξα, μέχρι που απόκαμα. Ξάπλωσα στο μαλακό χώμα κι έκλεισα τα μάτια μου. 
 Μα… τι ήχος ήταν αυτός; Σαν τον φλοίσβο της θάλασσας έμοιαζε. Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρά μου. Οσμίστηκα τον αέρα. Η αρμύρα της θάλασσας, ανακατεμένη με άρωμα λουλουδιών και νοτισμένου χώματος, με τύλιξε σαν πατρική αγκαλιά. Το βλέμμα μου πέταξε μακριά, εκεί που η θάλασσα χάιδευε με τον δαντελένιο της αφρό την αμμουδιά.
Και τότε, τον είδα. Καθόταν εκεί, δίπλα στο κύμα κι έπινε το κρασάκι του. Όπως του άρεσε και τότε να κάνει, όταν βρισκόταν ακόμη στη χώρα των ζωντανών. Απολαμβάνοντας την ξεκούρασή του, μετά τον κάματο της ημέρας. Τη λάτρευε τη θάλασσα. Την είχε φάει με το κουτάλι. Για χρόνια ατέλειωτα. Το καράβι να κλυδωνίζεται σε αγριεμένα πελάγη, κάτω από μολυβένιους ουρανούς κι εκείνος, με τα μανίκια σηκωμένα, να στέκεται εκεί, άγρυπνος φρουρός, παλεύοντας με τα θυμωμένα κύματα. Και όταν, απόμαχος πια, πάτησε σε στέρεο έδαφος, πάλι δίπλα στη θάλασσα αναζητούσε  την ξεκούρασή του. Άφηνε το βλέμμα του να ταξιδεύει ως πέρα μακριά. Εκεί που η γραμμή του ορίζοντα, ένωνε τη θάλασσα με τη στεριά. Κι έβλεπε πίσω του τα μέρη εκείνα τα μακρινά που, αν και του είχαν στερήσει για χρόνια, τη ζεστασιά του σπιτικού, τα αναπολούσε πάντα. 
Η καρδιά μου χτύπησε με προσμονή. <<Μπαμπά…>> Γύρισε και με κοίταξε χαμογελώντας. Μ’ αυτό το χαμόγελο που φύλαγε μόνο για μένα. Άπλωσα με λαχτάρα τα χέρια μου να τον αγκαλιάσω. Μα, το μόνο που άγγιξα ήταν ένα σύννεφο, μια διάφανη ομίχλη. <<Μπαμπά…>> 
<<Έλα, κάθισε κοντά μου>>, μου είπε. <<Σε περίμενα>>. 
Κάθισα μπροστά στα πόδια του, πάνω στη ζεστή άμμο. Πώς ήθελα να τον αγκαλιάσω! Να του πω όσα δεν πρόλαβα! Με κοίταξε στα μάτια, χαμογελώντας μου ενθαρρυντικά. Άφησα τα δάκρυα, που τόση ώρα κρατούσα φυλακισμένα, να τρέξουν ελεύθερα στα μάγουλά μου. Και ύστερα, πήρα μια βαθιά ανάσα και του άνοιξα την καρδιά μου.
<<’Έφυγες  νωρίς. Είχα τόσα να σου πω. Κι άλλα τόσα να σε ρωτήσω. Πράγματα που όλο ανέβαλλα και ύστερα… ήταν αργά. Πώς έφυγε έτσι ο χρόνος! Λες και μέσα σε μια μόνο στιγμή, πέρασες στην Αιωνιότητα. Ήθελα ν’ ακούσω από το στόμα σου, πώς βίωσες την προσφυγιά. Πώς ένιωσες, όταν αναγκάστηκες, μικρό παιδί, πεντάρφανο, να μπεις σ’ ένα καράβι για άγνωστους προορισμούς. Ήθελα να νιώσω το φυλλοκάρδι σου, όταν κοιμόσουν μέσα σε μια βάρκα, πεινασμένος. Φοβισμένος. Ολομόναχος, σ’ έναν άγνωστο, αφιλόξενο τόπο. Σε μια πατρίδα, που αντί να σε αγκαλιάσει σαν στοργική μάνα, σου φέρθηκε σαν την κακιά μητριά του παραμυθιού. Μόνο που δεν ήταν παραμύθι, αλλά η σκληρή πραγματικότητα. Ήθελα να δω τα τρομαγμένα σου μάτια, όταν πρώτα η μάνα και ύστερα ο πατέρας, έφυγαν για το, χωρίς γυρισμό, ταξίδι.
>>Όμως, δυστυχώς, ποτέ δεν σε ρώτησα.  Ποτέ δεν κατάλαβα τι έκρυβες μέσα σου. Γιατί εσύ, μόνο για τις όμορφες στιγμές μιλούσες.  Για τον παγωτατζή που περνούσε με το καροτσάκι του, φωνάζοντας… Γλασάδες… Σερμπέτια… Ντον ντουρμά… Για το καλαθάκι με το κολατσιό που σου ετοίμαζε η μητέρα για το σχολείο. Για τα ντολμαδάκια της, που ήταν μια σταλιά, καλοτυλιγμένα. Σκέτο κέντημα. Για τις διακοπές τα καλοκαίρια, στην Πρίγκηπο. Για τα όμορφα όνειρα που έρχονταν τις νύχτες, να συντροφέψουν τον ύπνο σου, καθώς κοιμόσουν αμέριμνος, κάτω από το φίνο, ατλαζένιο πάπλωμα. Αυτό το ίδιο πάπλωμα που σε προστάτεψε και τότε, από το κρύο τσιμέντο και την υγρασία του λιμανιού. Ποτέ δεν μιλούσες για τα άλλα. Εκείνα που πλήγωσαν την παιδική σου καρδούλα. Αυτά που σημάδεψαν τη ζωή σου. Ήσουν περήφανος άνθρωπος. Δεν ήθελες να σε λυπούνται. Μόνο αγάπη ήθελες!
>>Θέλω να σου δώσω τις αγκαλιές που σου στέρησα. Γιατί, άραγε; Από δειλία, φόβο, εγωισμό; Μα τώρα… αυτό δεν είναι πια εφικτό. Πόσο ανόητο είναι να πιστεύουμε πως έχουμε απεριόριστο χρόνο! Και ύστερα, μένουμε με το παράπονο… Ήθελα να σε γνωρίσουν τα παιδιά μου. Ήθελα να σε δω να τα παίρνεις στα γόνατά σου και να τους λες, αυτά που έλεγες κάποτε και σ’ εμένα. Όλη τη σοφία που δεν διδάχτηκες σε κανένα σχολείο. Απλά, υπήρχε μέσα σου. Όλα αυτά που σου έμαθε η ζωή. Έτσι, θα τ’ άκουγα κι εγώ. Τώρα πια, με την καρδιά. Τώρα, που μπορώ να τα εκτιμήσω.  Μακάρι να ήσουν εδώ. Να δεις όλα αυτά που κατάφερα. Θα ήσουν πολύ περήφανος για μένα. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Μπροστά στο δικό σου, κακοτράχαλο μονοπάτι, η δική μου ζωή μοιάζει με ηλιόλουστη λεωφόρο.  Όμως… πέρασα κι εγώ πολλά.  Και κουράστηκα>>. 
<<Τα ξέρω όλα αυτά>>, μου είπε, κοιτάζοντάς με τρυφερά.  Δεν είχε κατηγόρια το βλέμμα του. Μόνο αγάπη. <<Αλλά δεν σε φοβάμαι. Έχεις μέσα σου τη δική μου δύναμη. Ούτε εσύ το βάζεις κάτω ποτέ. Σαν κι εμένα. Πάλεψα, ναι. Αλλά δεν άφησα τίποτα να με λυγίσει. Στάθηκα όρθιος στην καταιγίδα. Για σένα. Για να γίνω ο φάρος που θα φώτιζε και τη δική σου ζωή. Κατάφερες όλα όσα πίστευα πως μπορούσες. Κι ακόμη περισσότερα. Μα, φτάνουν τώρα τα κλάματα και η απογοήτευση. Μην αφήνεις το βάρος να καμπουριάζει τους ώμους σου. Γύρισε στη ζωή σου και μην χάνεις ποτέ το χαμόγελό σου. Ακολούθησε τον ίδιο δρόμο. Αυτόν με τα ηλιοτρόπια. Κοίταξέ τα και κάνε ό, τι κάνουν κι αυτά. Αντικρίζουν τον ήλιο κατάματα και ανθίζουν>>.
Μου χαμογέλασε, μου έριξε ένα ακόμη ενθαρρυντικό βλέμμα και ύστερα, βυθίστηκε ξανά στη σιωπή του. Έστρεψε το πρόσωπό του προς τον ήλιο που έδυε. Κι εγώ, πήρα ξανά τον δρόμο της επιστροφής. Πριν χωθώ και πάλι μέσα στο δάσος με τα ηλιοτρόπια, κοίταξα για μια στιγμή πίσω μου. Το σούρουπο σκέπαζε αργά την παραλία. Μα, περνώντας μέσα από τα ηλιοτρόπια, είδα μπροστά μου τον ήλιο να λάμπει. Κι έκανα ακριβώς αυτό που μου είπε ο πατέρας. Τον κοίταξα κατάματα κι αυτός μου χάρισε το ζεστό του χάδι. Και ένιωσα να ανθίζω.  
<<Μαμά… μαμά… γιατί κοιμάσαι  ακόμα;>> Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα απορημένη, τα χαμογελαστά προσωπάκια των παιδιών μου και πίσω τους, τον άντρα μου να μου δείχνει μια κούπα με αχνιστό καφέ. 
<<Είχες ένα τόσο όμορφο χαμόγελο, όπως  κοιμόσουν, που λυπήθηκα να σε ξυπνήσω>>, μου είπε. 
Τους κοίταξα τρυφερά έναν έναν. Τον άντρα μου, τον γιο μου, την κόρη μου και τέλος… τον πατέρα στη φωτογραφία.
<<Πράγματι, είδα ένα πολύ όμορφο όνειρο>>, τους είπα και ρούφηξα με απόλαυση μια γερή γουλιά καφέ… 



Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
(έργο της Στέλλας Φραντζή) 

-‘’Μη! Μην τη διώχνεις’’. Η φωνή του βγήκε περισσότερο απότομη απ’ όσο θα ήθελε.
-‘’Ηρέμησε, ρε φίλε, μια πεταλούδα είναι. Πώς κάνεις έτσι;’’ Ο νεαρός τον κοίταξε ξαφνιασμένος. 
-‘’Με συγχωρείς, απλά την έχω για… συντροφιά’’. Ακόμη και στα δικά του αυτιά, ακουγόταν παράξενο αυτό. Άκου, μια πεταλούδα για συντροφιά! Σκαρφάλωσε στα σκαλοπάτια της νταλίκας, κάθισε στη θέση του οδηγού και άναψε τη μηχανή. Χρόνια ολόκληρα έκανε το ίδιο δρομολόγιο. Αθήνα- Νάουσα. Και το φορτίο; Ίδιο κι αυτό. Ένα φορτίο γεμάτο κατακόκκινα μήλα για την Κεντρική Λαχαναγορά Αθηνών. Και ύστερα, πάλι πίσω, με την νταλίκα άδεια. Σαν την ζωή του. Το βαρύ όχημα κατάπινε τα χιλιόμετρα, μέσα στη νύχτα, κι αυτός οδηγούσε μηχανικά, ολομόναχος, χαμένος στις σκέψεις του, με μόνη του συντροφιά την… πεταλούδα. Δεν τον πείραζε που ταξίδευε μόνος. Το είχε συνηθίσει πια. Μόνος; Μα, δεν ήταν μόνος. Μόλις άνοιγε το παράθυρο του οδηγού, η πεταλούδα με τις μαύρες πιτσίλες πάνω στα κίτρινα φτερά της, η ίδια πάντα πεταλούδα, ορμούσε μέσα στην καμπίνα και στρογγυλοκαθόταν δίπλα του. Στην αρχή του φαινόταν παράξενο, όμως ένα βράδυ…
-‘’Έλα, ανέβα, φεύγουμε. Μόνο πρόσεξε, μην καθίσεις πάνω της’’. 
Ο νεαρός δίστασε. Χτες, είχε χαρεί που θα ταξίδευε τζάμπα. Έπρεπε να βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, εδώ και δυο μέρες. Τα μαθήματα στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, όπου φοιτούσε, είχαν αρχίσει και πάλι, μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων, αλλά… Πώς να πάει, που δεν είχε μία. Ταπί και ψύχραιμος. Ευτυχώς, ένας θείος του που είχε Μεταφορική Εταιρεία, είχε προθυμοποιηθεί να τον εξυπηρετήσει. Ένα φορτίο έφευγε το βράδυ για τη Νάουσα. Ξημερώματα θα τον άφηνε ο οδηγός στη Θεσσαλονίκη. Όμως τώρα, δίσταζε να μπει σ’ αυτό το αυτοκίνητο. Ο τύπος δεν φαινόταν στα καλά του. Μια πεταλούδα στη θέση του συνοδηγού! Έλα Χριστέ και Παναγία!
-‘’Θα’ ρθεις;’’ ρώτησε ανυπόμονα ο νταλικιέρης. Έκανε τον σταυρό του στα κρυφά και ανέβηκε. Ας όψεται η άδεια του τσέπη. Στριμώχτηκε δίπλα στην πόρτα, όσο μπορούσε πιο μακριά από την πεταλούδα, που καθόλου δεν ενοχλήθηκε από την παρουσία του. Βρισκόταν εκεί. Ανάμεσά τους. Με τα κίτρινα φτερά της, με τις μαύρες πιτσίλες, απλωμένα στο δερμάτινο κάθισμα. Κυρία! Ξεκίνησαν το ταξίδι αμίλητοι. Μετά τον κόμβο της Κηφισιάς, τα φώτα στον δρόμο λιγόστεψαν. Χειμώνας. Η νύχτα κρύα και σκοτεινή. Ξαφνικά, ο νεαρός ένιωσε το κλίμα μέσα στην καμπίνα ν’ αλλάζει. Μια παράξενη- απόκοσμη λες- γαλήνη, τον τύλιξε. Κοίταξε λοξά τον οδηγό, που κρατούσε σφιχτά το τιμόνι, με το βλέμμα του συγκεντρωμένο στον δρόμο. Χαμογελούσε. 
-‘’Σου φαίνεται παράξενο, ε;’’ ρώτησε. 
-‘’Ναι, δηλαδή, θέλω να πω… οι πεταλούδες δεν μένουν για πολλή ώρα στο ίδιο μέρος. Πετούν συνέχεια. Πώς γίνεται να μένει μια πεταλούδα… καθισμένη τόσες ώρες; Ακίνητη;’’
Ο οδηγός δεν απάντησε, μόνο τον κοίταξε μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο. 
-‘’Έχω ακούσει’’, συνέχισε ο νεαρός, ανατριχιάζοντας με τα ίδια του τα λόγια, ‘’πως οι πεταλούδες συμβολίζουν την ψυχή’’. 
-‘’Θέλεις ν’ ακούσεις μια ιστορία;’’ Ο νεαρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
-‘’Ένα βράδυ, πάνε χρόνια, ερχόμουν από Θεσσαλονίκη. Καταιγίδα, αστραπές! Λες και πάλευε ο Θεός με τον Θεό. Πρέπει να με πήρε ο ύπνος, όταν κάποια στιγμή, μια πεταλούδα- αυτή η ίδια πεταλούδα- άρχισε να ζουζουνίζει μπροστά μου. Άνοιξα τα μάτια μου και τότε, είδα το πρόσωπο της μητέρας μου να αντανακλάται πάνω στο τζάμι. Με κοίταζε έντρομη και μου φώναζε: ‘’Ξύπνα, ξύπνα…’’ Πάτησα το φρένο και την τελευταία στιγμή, κατάφερα να σταματήσω τη νταλίκα στην άκρη του ποταμού. Έτρεμα ολόκληρος από την ταραχή. Μισό μέτρο ακόμη και θα βρισκόμουν μέσα στα αφρισμένα νερά. Άνοιξα την πόρτα και πήδησα έξω. Κάθισα στο μουσκεμένο χώμα, με την καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα. Ούτε ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί, ρουφώντας τον παγωμένο αέρα, προσπαθώντας να συνέλθω. Η βροχή έπεφτε πάνω μου με μανία. Μα, δεν μ’ ένοιαζε. Είχα κινδυνέψει να βρεθώ στον πάτο του ποταμού. Η βροχή θα με φόβιζε; Κοίταξα το ρολόι μου. 3:20 τα ξημερώματα. Δεν είχα πολλά περιθώρια. Το εμπόρευμα έπρεπε να παραδοθεί στην ώρα του. Βρεγμένος ως το κόκαλο και τρέμοντας ακόμη από την ταραχή και το κρύο, πήρα ξανά τον δρόμο. Δεν είχα κάνει παρά λίγα μόλις μέτρα, όταν αντιλήφθηκα πως η πεταλούδα βρισκόταν στο διπλανό κάθισμα και δεν κουνήθηκε από εκεί, μέχρι που έφτασα στο σπίτι μου. Δεν βρήκα τη μητέρα μου στην πόρτα, να περιμένει να με υποδεχτεί, όπως έκανε πάντα. Δεν υπήρχε ζεστό νερό για να κάνω μπάνιο, ούτε η μυρωδιά του καφέ, γαργάλισε τα ρουθούνια μου. Μόνο το τραπέζι ήταν στρωμένο, έτοιμο για το πρωινό. Με τα δυο τελευταία, πορσελάνινα φλιτζανάκια, όσα είχαν απομείνει από το καλό σερβίτσιο της προίκας της, κι ένα πιάτο με κουλουράκια, σκεπασμένο με ένα κατάλευκο, λινό πετσετάκι.  Γιατί, η μητέρα μου είχε πεθάνει εκείνη τη νύχτα. Στις 3:20 τα ξημερώματα. Από τότε, η πεταλούδα είναι πάντα δίπλα μου. Μου κρατάει συντροφιά τις ατέλειωτες, μοναχικές ώρες των ταξιδιών μου. Δεν φοβάμαι πια, ούτε τη νύχτα, ούτε τις καταιγίδες. Γιατί ξέρω πως όποτε χρειαστεί, η μητέρα μου είναι εδώ για να με προστατέψει και πάλι’’. 

*     *     *

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΤΕΛΛΑΣ ΦΡΑΝΤΖΗ

   Γεννήθηκα στον Πειραιά και η καταγωγή μου είναι από την Κωνσταντινούπολη. Είμαι Πτυχιούχος Πιάνου και Θεωρητικών του Εθνικού Ωδείου Αθηνών. Υπηρέτησα στη Δημόσια, Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως καθηγήτρια Μουσικής.  
   Από πολύ μικρή, έτρεφα μια ιδιαίτερη αγάπη για τα βιβλία, καθώς μέσα  από αυτά ανακάλυπτα τον κόσμο, τον εαυτό μου και το νόημα της ζωής. Με την συγγραφή ασχολούμαι από το 2011. Το Μουσικοθεατρικό έργο ‘’Σμύρνη πατρίδα μου γλυκιά’’, που έγραψα και ανέβασα με τους μαθητές μου, στα πλαίσια της σχολικής χρονιάς, για την επέτειο των 90 χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή, ήταν η αφορμή για την έναρξη της συγγραφικής μου πορείας. (YouTube 2ο Γυμνάσιο Καλλιθέας- Σμύρνη πατρίδα μου γλυκιά). Από τότε έως και σήμερα, έχω παρακολουθήσει αρκετούς σεμιναριακούς κύκλους δημιουργικής γραφής, με γνωστούς και καταξιωμένους συγγραφείς, καθώς και ένα σεμινάριο συγγραφής σεναρίου, που οργάνωσε ο Δήμος Αθηναίων. 
   Το πρώτο μου μυθιστόρημα, με τίτλο ‘’Το Ημερολόγιο’’, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ. Συμμετείχα, με ένα θεατρικό μονόπρακτο, σε Ομαδική Ανθολογία, των Εκδόσεων ΟΣΤΡΙΑ, με τίτλο: ‘’Σπουδή σε θεατρικά κείμενα’’. Έχω γράψει αρκετά διηγήματα και νουβέλες, μεταξύ των οποίων, ‘’Η γιαγιά Αγγελικώ’’, ‘’Ο ξένος’’ και ‘’Η Γένεση… αλλιώς’’, τα οποία βραβεύτηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχω γράψει επίσης, το θεατρικό έργο ‘’Το Ημερολόγιο της Σμύρνης’’, που παίχτηκε τον Ιούνιο του 2018, από τη θεατρική ομάδα του Δήμου Περάματος ‘’ΠΕΡΑΜΑΤΙΖΟΜΑΣΤΕ’’, σε σκηνοθεσία του Στέλιου Καλαθά, αλλά και σε πολλούς ακόμη Δήμους της Αττικής.
   Το δεύτερο μυθιστόρημά μου με τίτλο ‘’Και ύστερα… ξέσπασε η καταιγίδα’’, είναι υπό έκδοσιν από τις Εκδόσεις ΑΕΝΑΟΝ. Όπως επίσης και μια ακόμη Ανθολογία διηγημάτων από τις Εκδόσεις ΙΝΦΟΓΝΩΜΩΝ.
    Ένα ακόμη μυθιστόρημα με τίτλο ‘’Το σεντούκι με τις αναμνήσεις’’, βρίσκεται προς το παρόν… στο συρτάρι μου.
   Είμαι μέλος της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά, της Μικτής τετράφωνης Χορωδίας του Δήμου Κορυδαλλού και της Θεατρικής ομάδας ‘’Εκτός Ύλης’’ της ΕΛΜΕ Ν. Σμύρνης-Καλλιθέας- Μοσχάτου. Παρακολουθώ μαθήματα Ιταλικών, Σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής και  προσωπικής ανάπτυξης και αυτοβελτίωσης. 
   Ζω στο Μοσχάτο με τον σύζυγό μου και τα δυο μου παιδιά. 



*     *     *


ΑΝ ΘΕΣ ΚΑΙ ΣΥ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙΣ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ: 

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ

ΚΑΙ ΣΤΗΝ 

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΧΡΟΝΩΝ 

ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

ΠΑΤΗΣΕ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μανιφέστο