Συνέντευξη με τη λογοτέχνιδα Κική Γκόβαρη - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ - Περιοδικό Κέφαλος

Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς.


ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Συνέντευξη με τη λογοτέχνιδα Κική Γκόβαρη - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ




Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν (ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ έως 31/3/2019). Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία θα συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book. 
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη Λογοτέχνιδα, την κ. Κική (Βασιλική) Γκόβαρη, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό της έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΚΙΚΗ ΓΚΟΒΑΡΗ

1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;

Σίγουρα δεν θα μπορούσα να την ορίσω προσεγγίζοντας τήν ετυμολογικά και με την κυριολεκτική σημασία της. Για εμένα έχει να κάνει περισσότερο με την ψυχή. Ο «Καθαρμός» της. Κι όχι με την έννοια της κάθαρσης, αλλά με την διαδικασία για την κάθαρσή της, τόσο σε επίπεδο εξωτερίκευσης των αισθανομένων, ως δημιουργοί, όσο και στο επίπεδο αναζήτησης αυτών, που δεν μπορούμε οι ίδιοι να εκφράσουμε – με την ευρύτερη σημασία της λέξης - ως αναγνώστες. 

2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;

Γνώση του εαυτού του ή έστω αναζήτηση. Γνώσεις γενικότερα. Να καλλιεργήσει την φαντασία του, να βρει διεξόδους μέσα από την ταύτιση ή την διαφοροποίησή του. Διαφυγή, όχι μόνο ως ψυχαγωγία, αλλά ως μία άλλη πραγματικότητα - όχι με την έννοια του φανταστικού και του άπιαστου – παρά με την αίσθηση του εφικτού, του εν δυνάμει αληθινού.
Άλλωστε και για τον λογοτέχνη, μεταξύ των άλλων, θεωρώ πως κυρίως είναι η δυνατότητα εξωτερίκευσης των άλλως πως μη ομολογουμένων, τοποθετημένων σ’ ένα κόσμο φανταστικό κι έξω από τον ίδιο, ή έστω έξω από την πραγματικότητά του. Η εκ του ασφαλούς έκθεση του «είναι» του. Είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας ακόμη ακόμη.
Αναφορικά με την επαγγελματοποίηση (ας μου επιτραπεί η λέξη) δεν θέλω να τοποθετηθώ, αν και δεν αρνούμαι πως  υφίσταται δυστυχώς. Θέλω πάντα να τη προσεγγίζω με τον επιμορφωτικό της χαρακτήρα, στην ευρύτερη έννοιά του.

3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;

Η ποίηση , ανέκαθεν θεωρώ, ήταν το πιο παρεξηγημένο λογοτεχνικό είδος. Ειδικά όταν άρχισε να γίνεται πιο «ελευθεριάζουσα», άνευ μέτρου κι ομοιοκαταληξίας κι άρχισε να κινείται στα πλαίσια του υπερρεαλισμού ή και του σουρεαλισμού. Όταν το ίδιο το συναίσθημα άρχισε να υπερτερεί της εικονοπλασίας και των ποιητικών τεχνικών. Όπως κάθε τι συναισθηματικά φορτισμένο, έτσι κι αυτή αντιμετωπίστηκε με τη καχυποψία της υπερβολής και του δυσερμήνευτου. 
Ωστόσο και οι ίδιοι οι εκδοτικοί έχουν αρχίσει πλέον και παραγκωνίζουν την ποίηση για οικονομικούς λόγους, μιας και απευθύνεται σαφώς σε πιο περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, έναντι της πεζογραφίας. Γεγονός, που βεβαίως αποθαρρύνει και τους ποιητές, κυρίως τους εν δυνάμει.
Τέλος κι η διδασκαλία των ποιητικών κειμένων λειτουργεί αποτρεπτικά, πιστεύω, καθώς περιορίζει την προσέγγιση σε στερεότυπους τρόπους ανάλυσης, ακόμη και σε στυγνή υιοθέτηση - μιας δήθεν πάγιας και σχεδόν ποτέ αποδεδειγμένης – ερμηνευτικής γραμμής. 
Κι όμως η ποίηση είναι η λευτεριά του δημιουργού κι η απελευθέρωση του αναγνώστη.

4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;

Σαν να σας πρόλαβα με την κατακλείδα της προηγούμενης απάντησης μου…
Σε επανάληψη, λοιπόν… η ποίηση είναι η λευτεριά του δημιουργού κι η απελευθέρωση του αναγνώστη. Τόσο από άποψη τεχνικής, όσο και από συναισθηματικής πλευράς, καθώς η ελευθερία σε σημείο «πνευματικής, γραμματοσυντακτικής, λογοτεχνικής και δη ψυχολογικής ασυδοσίας» επιτρέπει να εκφραστούν ή να γίνουν αποδεκτά «συναισθήματα και σκέψεις», που διαφορετκά δυσκόλως θα εξωτερικεύονταν.
Λευτεριά, λοιπόν… η ποίηση είναι ελευθερία! 

5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;

Άρχισα να γράφω φοιτήτρια κι ορμώμενη κυρίως από συναισθήματα και προσωπικές εμπειρίες. Τότε , πράγμα που έχω ξαναπεί, τα έκανα χαρτοκάραβα και τα έριχνα στο Θερμαϊκό. Δεν έχω τίποτα κρατημένο. Σταμάτησα για πολλά χρόνια, ίσως γιατί η διδασκαλία κάλυπτε αυτό το κομμάτι. Ξανάρχισα να γράφω τα τελευταία 3-4 χρόνια, που έπαψα να δουλεύω κι αφοσιώθηκα στην ανατροφή της κόρης μου. Σχεδόν αποκλειστικά στο προφίλ μου στο Facebook. Σιγά σιγά άρχισα πάλι να τα στέλνω σε συγκεκριμένους αποδέκτες. Πάλι δεν κρατούσα τίποτα.
Σ’ όλο αυτό το κομμάτι και κυρίως αναφορικά με την απόπειρα έκδοσης με παρότρυναν ο σύζυγος μου και 2-3 φίλοι-φίλες, που μοιραζόμασταν πολλά σ’ αυτό το επικοινωνιακό μοτίβο.

6. Γιατί γράφετε;

Ίσως η μονοδιάστατη καθημερινότητα μου να είναι ο βασικός λόγος, σε συνδυασμό με κάποιες ευρύτερες αλλαγές στον τρόπο ζωής μου. Μάλλον κατέστησαν το γράψιμο επιτακτική ανάγκη έκφρασης. Ωστόσο και πάλι, αν και πρόκειται καθαρά για πνευματικές και ψυχολογικές μου «καταθέσεις», προτιμώ να γράφω ορμώμενη από εξωτερικά ερεθίσματα, με τα οποία βεβαίως και πρωτίστως έχω ταυτιστεί, αλλά που διασφαλίζουν τη συγκάλυψη του «εγώ» μου στην ασφάλεια κι ασάφεια των συμφραζομένων. Ίσως είναι κι αυτός ένας λόγος, που τα περισσότερα γραπτά μου δεν τα έχω κρατημένα – εκτός από τις δημοσιεύσεις στο προσωπικό προφίλ μου – αλλά χαρισμένα σε άλλους.

7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας; 

Πηγή έμπνευσής μου είναι οτιδήποτε, με το οποίο έρχομαι αντιμέτωπη – θετικά ή αρνητικά – μέσα μου ή γύρω μου. Κάτι που διάβασα, κάτι που άκουσα, κάτι που είδα, μα κυρίως κάτι που έζησα ή ένιωσα. Έμπνευση είναι κάθε αλήθεια γύρω μου… ή και κάθε ψέμα, που μπορώ να αντιληφθώ. Είναι η πραγματικότητα, που ζω κι αυτή που φαντάζομαι.
Και σ’ ένα μεγάλο βαθμό είναι κι η κόρη μου, τόσο όπως τη ζω στη καθημερινότητά μας, όσο κι όπως τη φαντάζομαι στο μέλλον και κυρίως μάλλον, όπως τη φαντάζομαι να βιώνει τη δική της συναισθηματική πραγματικότητα στο μέλλον.

8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;

Θα τοποθετούσα τα κείμενα μου στα πολύ ευρύτερα όρια της ποίησης, της εντελώς απελευθερωμένης απ’ οποιονδήποτε συμβατικό κανόνα. Ακροβατούν μεταξύ ποίησης, πεζογραφίας και αφορισμών, τόσο ως προς την έκταση, όσο κι ως προς την έκφραση κυρίως, η οποία έχει μια εμμονή με το «πείραγμα» των λέξεων, αν μπορούσα να πω έτσι την ασυδοσία, που τις χειρίζομαι.

9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.

Πέραν του πρώτου μου βιβλίου, που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2018, επίσημο λογοτεχνικό έργο με την έννοια των εκδόσεων, δεν υφίσταται. Εκτός από κάποιες δημοσιεύσεις κειμένων μου σε έντυπα και διαδικτυακές σελίδες. Ενώ έχει εγκριθεί κι αναμένεται στο ίδιο πλαίσιο η δημοσίευση κάποιων κειμένων μου από το έντυπο περιοδικό του εκδοτικού μου, που θα κυκλοφορήσει (με κάποια επιφύλαξη) ως το τέλος του 2018, καθώς και από τη λογοτεχνική ηλεκτρονική σελίδα – περιοδικό, που επίσης διαχειρίζεται, τη Litterra.
Στο μεταξύ όμως καταπιάνομαι με διάφορα πονήματα, το μέλλον των οποίων δεν είναι ξεκάθαρο για αρχή ούτε στο δικό μου κεφάλι. Αυτό για το οποίο όμως είμαι σίγουρη είναι ένα πρότζεκτ, που δουλεύω πολύ καιρό στο μυαλό μου και που αν και δεν έχω τολμήσει να το εξομολογηθώ μεγαλοφώνως, ούτε στον εαυτό μου, ωστόσο τολμώ να το τοποθετώ εν ευθέτω, γιατί είναι αυτό που πραγματικά θέλω πολύ, αλλά μάλλον δεν ευνοείται ακόμη από τις συνθήκες.

10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «ΜΙΑ ΟΝΕΙΡΕΜΕΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΜΑΖΙ». 

Πρόκειται για ένα αλληγορικό παραμύθι - νουβέλα καλύτερα, λόγω της έκτασής του – χωρίς εικονογράφηση, αλλά με έντονη εικονοπλασία. Δεν τοποθετείται σε στενό ηλικιακό φάσμα, μιας και εκφραστικά έχει μια προσωπική ιδιαιτερότητα, αλλά νοηματικά θεωρώ, πως μπορεί να απευθυνθεί σε οποιονδήποτε από 9 έως 109 ετών, αφού το κατεξοχήν αντικείμενο του είναι η διαχείριση των συναισθημάτων και η ενσυναίσθηση. Η αλληγορία του όμως δεν έγκειται μόνο στα νοήματα, αλλά και στους ήρωές του, που δεν είναι πρόσωπα κι αυτό ακριβώς ίσως είναι και το μόνο παραμυθικό στοιχείο του.
Αν θα μπορούσα να το τοποθετήσω σε ένα πλαίσιο, αυτό θα ήταν στο χωροχρόνο του «Μαζί». Στην προσπάθεια επίτευξης του όποιου «Μαζί», χωρίς αυτό να γίνεται αυτοσκοπός. Αλλά και στην προσπάθεια για όσα πρέπει να γίνουν μετά την προσέγγιση του «Μαζί». Αλληγορικά μιλώντας πάλι προφανώς.
Πάντως αυτό το πρώτο μου βιβλίο, ήταν πραγματική έκπληξη και για εμένα την ίδια, μιας και ήταν η μοναδική προσπάθεια μου σ’ αυτού του είδους γραφή. Μεστή από εμένα βεβαίως. Αλλά σαφώς και πιο ανώδυνη.
Κι εδώ θέλω να ευχαριστήσω την εκδότρια μου, την Άννα Ραζή κι όλους τους συνεργάτες της στις «Εκδόσεις ANIMA», για την εμπιστοσύνη και την άψογη συνεργασία μας.

11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;

Αν εξαιρέσετε τις δημοσιεύσεις μου στο προφίλ μου, που είναι καθημερινές και προκύπτουν ανά πάσα στιγμή, πάντα γράφω νύχτα. Όχι μόνο γιατί μόνο τότε βρίσκω χρόνο για τον εαυτό μου, επειδή κοιμάται η μικρή, αλλά και γιατί αγαπάω τη νύχτα. Όλα μου φαίνονται πιο ξεκάθαρα στο σκοτάδι της, γιατί παύω να τα βλέπω με τα μάτια.
Βέβαια η αλήθεια είναι πως αυτή μπορεί να μη με αγαπάει και τόσο…  σαν να με χτυπάει ύπουλα και να ξυπνάει όσα επίμονα και επιμελώς έχω αποκοιμίσει.
Έτσι κι εγώ κλέβω λίγο απ’ το σκοτάδι της και ντύνω τη γύμνια της ψυχής μου.
Κι αν βρέχει κιόλας…

12.  Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;

Δεν είμαι σίγουρα η αρμόδια να απαντήσω σ’ αυτό, καθώς με μια νουβέλα, δεν μπορώ να θεωρήσω τον εαυτό μου παρά εν δυνάμει λογοτέχνη ή ακόμη καλύτερα λογοτεχνίτη και δη μαθητευόμενο. Σίγουρα πάντως – και με εξαιρέσεις βεβαίως – δεν είναι η λογοτεχνία επάγγελμα, που μπορεί να καλύψει , ούτε καν τις βασικές, βιοποριστικές ανάγκες. 
Επιπλέον οι εκδοτικοί, λόγω οικονομικής δυσπραγίας, έχουν δυσκολέψει τα πράγματα, αφού συχνά η έκδοση απαιτεί συγχρηματοδότηση, γεγονός σαφώς αποτρεπτικό.
Ωστόσο και σε αντίθεση με τα παραπάνω τα τελευταία χρόνια ανθεί η αυτοέκδοση, που θα κρίνω μόνο από την πλευρά της διάθεσης των δημιουργών για επαφή του έργου τους με το κοινό, πέραν των οικονομικών παραμέτρων αναφορικά με έξοδα και έσοδα. Και που σαφώς έχει δώσει στο χαρακτήρα της λογοτεχνίας μία άλλη χρεία.

13. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε; 

Για εμένα δεν τίθεται καν ζήτημα επιλογής. Μόνο έντυπο. Και προς επιβεβαίωση θα σας παραθέσω ένα κειμενάκι, που είχα ανεβάσει στο προφίλ μου το καλοκαίρι, με αφορμή ένα πολυκαιρισμένο και χιλιοδιαβασμένο βιβλίο, που είχα δανειστεί από τη βιβλιοθήκη της περιοχής μου :
«Μυρίζετε κι εσείς τα καινούργια βιβλία; 
Ακόμη και τα δανεικά, που κρατάνε λίγη από τη μυρωδιά του προκατόχου; 
Τα ψηλαφείτε για να νιώσετε το λείο ή τ' ανάγλυφο της επιφάνειας τους σαν σώμα που πρωταγγίζεις και ψάχνεις να γνωρίσεις την υφή του; 
Παίζετε με τις άκρες των σελίδων κατά την ανάγνωση, σαν να παίζετε με μαλλιά κεφαλιού ακουμπισμένου πάνω σας σε μια βουβή αγκαλιά; 
Τα χαϊδεύετε στο τέλος τους; 
Σαν για αποχαιρετισμό ή σαν τρυφερό ευχαριστώ για τη συντροφιά;»
Μια αίσθηση που δεν θα βρείς σε κανένα ηλεκτρονικό βιβλίο.

14.  Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;

Δέχομαι συμβουλές, απαιτώ μπορώ να πω. Να δώσω δύσκολο ως αδύνατον. Το μόνο, που θα συμβούλευα και μόνο με την ιδιότητα του μανιακού αναγνώστη είναι : «Να δίνουν ψυχή!»

15. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;

Δεν θα σας πω για το τελευταίο, γιατί έχω αρχίσει ένα εδώ κι ένα μήνα κι αγκομαχώ να το τελειώσω, επειδή ποτέ δεν αφήνω ανολοκλήρωτο κανένα βιβλίο, μ’ αρέσει ή όχι. Θα σας πω όμως, γι αυτό που είναι η καθημερινή συντροφιά μου εδώ κι ένα χρόνο περίπου. Και το καθημερινή δεν είναι υπερβολή, αφού δεν περνάει ημέρα, που δεν θα ανατρέξω στις σελίδες του τυχαία ή στοχευμένα για ανάγνωση. Το καταφύγιο μου, καλύτερο κι απ’ το σπίτι μου.
Πρόκειται για μια Συγκεντρωτική Έκδοση του Ελύτη από τις Εκδόσεις Ίκαρος.

16. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Αγαπώ τη πεζογραφία, αλλά έχω εμμονή με την ποίηση κι ενδεικτικά θα δώσω μόνο δυο τρία ονόματα ποιητών.
Από Έλληνες, λοιπόν, ο Ελύτης, η Δημουλά, ο Χριστιανόπουλος, ο Καρούζος κι ο Μιχάλης Μυτακίδης (B.D Foxmoor) δημιουργός, στιχουργός και τραγουδιστής των Active Member, για εμένα πραγματικός κι ατόφια διαφορετικός ποιητής της εποχής μας.
Από ξένους έχω αδυναμία στον P. Neruda, τον E.A. Poe και τον T.S. Eliot.
Δεν θα αναφερθώ καθόλου σε πεζογράφους, γιατί η αναγνωστική μου γκάμα είναι ευρύτατη με διαφορετικούς «αγαπημένους» ανά είδος και με άσχετα μεταξύ τους χαρακτηριστικά.

17. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;

Δεν ξέρω αν μπορείς να κάνεις σχέδια στη λογοτεχνική παραγωγή. Έτσι, όπως την έχω εγώ στο κεφάλι μου δεν είναι παρά αποτέλεσμα αντίδρασης σε κάποιο ερέθισμα, όπως είναι π.χ. το κλάμα. Θέλω μόνο να ελπίζω πως ο εγκέφαλός μου θα εξακολουθεί ν’ αντιδρά κατ’ αυτό τον τρόπο στα έντονα ερεθίσματα. Όχι γιατί πιστεύω πως έχω πολλά ή λίγα ακόμη να δώσω, αλλά γιατί για εμένα το γράψιμο είναι εκτόνωση, ψυχοθεραπεία, είναι «η δική μου λευτεριά», που λέει κι ένας αγαπημένος, μιας και λέω τα πάντα, προστατευμένη πίσω από την αβεβαιότητα των δεκτών για  τη βιωματική η όχι γραφή μου. 
Το μόνο, λοιπόν, το οποίο μπορώ μετά βεβαιότητος απλώς να σχεδιάσω στο κεφάλι μου για την ώρα, είναι το στήσιμο ενός πρότζεκτ – και το αποκαλώ έτσι λόγω μιας πολυπλοκότητας μάλλον δομικής, που όμως δεν θα αποκλίνει από το προσωπικό μου ύφος –  και για το οποίο, μάλλον επειδή με δυσκολεύει για εξωγενείς λόγους, έχω πεισμώσει τόσο πολύ, που σκοπεύω να το δρομολογήσω άμεσα.
Στην αναμονή, λοιπόν… εννοείται εγώ.



                                *     *     *



Αλλαγές
(ποίημα της Κικής Γκόβαρη) 

Αλλάζει!
Οι αλλαγές!

Δεν απαιτούν δικαιολογίες οι αλλαγές.
Δεν χρήζουν καν επεξηγήσεων.
Μιλούν από μόνες τους…
Με άλλες λέξεις…
απαλλαγμένες από κοινούς κώδικες.
Καταργούν, βαθμηδόν και συνειδητά,  λέξεις με υπαινικτικό περιεχόμενο…
Ξεκαθαρίζουν τα νοήματα.

Παίζουν σε θέματα SOS,εκ του ασφαλούς και κατά το προσδοκώμενο.
Τα αντιSOS προϋποθέτουν το ρίσκο του απροετοίμαστου…
Δεν «αγγίζονται»!
Όχι γιατί έγιναν ταμπού, 
ούτε προς διευκόλυνση… 
μάλλον από αμηχανία!
(Ας μη μιλήσουμε ακόμη γι αδυναμία.)
Ή γιατί «εξαντλήθηκαν» - κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ίσως και να εξάντλησαν…

Έρχονται ακροπατώντας.
Άλλοτε ακούς τον ψίθυρο και δεν τρομάζεις τόσο, 
ή απλώς νομίζεις πως θα ελέγξεις το φόβο 
και θα ‘χεις και το χρόνο να προετοιμαστείς μέχρι να σε φτάσουν.
Φευ!
Ό,τι φοβάσαι σε υποδουλώνει!
Άλλοτε δεν τις παίρνεις είδηση, παρά όταν σε κοιτάξουν κατάματα.
Αθόρυβα αφιγμένες και τελεσίδικες.
(τότε δεν προλαβαίνεις καν να νιώσεις τον φόβο!)
Υπεκφεύγοντας και σιωπώντας!
Όχι τις φλύαρες σιωπές, τις λαλίστατες συναισθηματικών αληθειών, 
που δεν απαιτούν διευκρίνιση.
Τις άλλες … 
τις βουβές!
Τις σκέτες!

Δεν απαντούν σ’ ερωτήσεις.
Όχι γιατί δεν έχουν απαντήσεις…
μα γιατί δεν αφήνουν περιθώρια ερωτήσεων.
Το «γιατί» και το «πώς» είναι μέρος της αυτοπραγμάτωσης τους, 
δεν υπόκεινται πλέον στη δυαδικότητα του «εμείς».
Άλλωστε διαμορφώνονται κατά μόνας στο «κοινό πριν»,
αποκαλύπτονται αποφασιστικά και λακωνικά στο «τετελεσμένο τώρα»
κι εξελίσσονται ανεξάρτητες στο «μετά άνευ…».
Ο χρόνος υπάρχει μόνο για να συντελεστούν.
Αμετάκλητα!

Δεν είναι διαχειρίσημες οι αλλαγές, 
ακόμη κι όταν είναι προβλέψιμες.
Ίσως περισσότερο τότε!
Τι κι αν τις ψυχανεμίστηκες;
Προετοιμάστηκες;
Ναι καλά…
Πάντα διατηρούσες την πιθανότητα του να μην…
Αυτή  η μηδαμινή πιθανότητα είναι τώρα, 
που δεν σ’ αφήνει να αποδεχτείς το μη αναστρέψιμο.
(και να η αδυναμία!!!)

Αλλάζει. Άλλα ζει, αλλά ζει… μαζί σου!
Αλλάζεις. Άλλα ζεις, αλλά ζεις … μαζί του!
Αλλάζετε. Άλλα ζείτε, αλλά ζείτε… χώρια!




Από το άλφα ως το ωμέγα
(ποίημα της Κικής Γκόβαρη) 

Α! 
Ακούω... 
Αναπνέω κι ανασαίνω... 
Αγγίζω... 
Αγκαλιάζω... 
Αποπλανώ... 
Απολαμβάνω... 
Απογοητεύω (ενίοτε)... 
Αναζητώ κι αποζητώ... 
Αποφασίζω... 
... 
Αλλάζω... 
Αμαρτάνω... 
Αντέχω... 
Αγαπάω... 
Ασφυκτιώ... 
... 
ΑγαπάΩ...
Απ' το άλφα ως το ωμέγα. 
Ως ευκόλως εννοούμενο Υποκείμενο, όχι δεδομένο, εξαϋλωμένο δια του αισθάνεσθαι. 
Και το "αντικείμενο" να γίνεται συνάμα αιτία κι αιτιατό. 
Να το αγγίζει η "ενέργεια" και να γυρνάει πίσω στον δρώντα, 
μεστωμένη από κάθε φθόγγο που συνάντησε διατρέχοντας τον κύκλο. 
Πληρώνει ο κύκλος της αλφαβήτου από την απουσία προσδιορισμών, 
όταν οι φθόγγοι διαφυλάσσουν την ακεραιότητα του.

Το νου σου στο κενό!

Της "απουσίας" και του "αλλά..." 
Του "βυθού" του νου και της ψυχής (για άλλους). 
Του "γιατί;"  - πάντα αναπάντητο, μα πεισματάρικο. 
Του "δεν". 
Του "έρωτα, που έμεινε να ρωτά : έρωτας έως;". 
Ή του "εμείς στη δυαδικότητα του «εγώ και του εσύ». 
Του "ζητάω" πάντα κάτι... Ακόμη. 
Του "ήταν" και της "ήττας". 
Του "θέλω και θέλω και θέλω..." 
Του "ικετεύω", που κάνει την Προστακτική παράκληση, ικεσία. 
Του "και...". 
Πάντα απειλητικό στην πρόσθεση και στην αντίθεση. 
Του "λείπεις!" (άνευ... Αρκεί το Υποκείμενο... Εδώ εννοούμενο ως απόν: "ο απών" - "Εσύ ".  Κι η απουσία έχει πρόσωπο). 
Του " μην... ", αλλά και του " μείνε!!! "
Του "νομίζω", που σε κάνει ανασφαλή. 
Του "ξεχνάω και ξεχνιέμαι". 
Του "όχι!!!" (Υπάρχει πιο γεμάτο κενό;) 
Του "πότε - ποτέ" και του "πονάω" .
Του "ρήγματος"... Κι αυτό άνευ! 
Το " συναισθηματικό"...δεν απαιτεί λέξεις.
Του "τέλους"...
Του " υπο-"... Και της καύλας του μυαλού, που έγινε κάβλα... Απλώς! 
Της "φυγής", για να καλύψει κενά, έχοντας αφήσει πίσω άλλα... 
Του "χθες", που πέρασε χωρίς να γίνει "τώρα". 
Κι ασφαλώς του "χωρίς...". 
Του "ψέματος"... 
Της "ώρας" που μέτρησε μόνο το χρόνο κι όχι στιγμές. 

Απ ' το Α ως το Ω.. 

"αργώ" αντί να "αδράττω"...



Βροχή μου
(ποίημα της Κικής Γκόβαρη) 

Αστραπόβροντα συνοδεύουν το κρεσέντο της βροχής.
Ή της σιωπής;
Λέξεις και στίχοι κάποτε. Αναπηδούν τρομαγμένοι. 
Ίσως και λίγο ξεθωριασμένοι απ’ τη θολούρα του πρωινού και τον καπνό του ζεστού καφέ και του πρώτου τσιγάρου.
Το μόνο διαυγές το ποθούμενο κι απόν. Αγκαλιασμένο με θαλπωρή απ’ το ζεστό χνότο…
Το αμοίραστο!
Η βροχή ξεθάβει ακόμη και τα καταχωνιασμένα.
Πλημμυρίζει τα «εντός».
Παρασυρμένα στην επιφάνεια τα εκ βαθέων αισθανόμενα.

Κι άλλα αστραπόβροντα!
Αποπνικτική αγκαλιά… Η άδεια!
Πνιγερή καταχνιά… Του νου τ’ αξόδευτο!
Λέξεις και σκέψεις σε μια βρεγμένη «Καλημέρα!»
Ανείπωτη, μα παρούσα… γραμμένη στο νοτισμένο τζάμι με την ψυχή στ’ ακροδάχτυλα, να κυλάει σαν δάκρυ αξόδευτο.
Μουντζούρωσέ την, ξυπνώντας!

Μουντζουρωμένος ουρανός, μουντζουρωμένες λέξεις.
Ξεκάθαρες!

Τελικά πιο κατακλυσμιαία η βροχερή απουσία του ανείπωτου ή του χιλιοειπωμένου.

Πάμε, επιτέλους, μια βόλτα!

Αυτή τη βόλτα την «μαζί» στην σιωπή.
Εκεί που έχουν σιωπήσει πια όλα τα ήδη ειπωμένα.
Εκεί που έχουν ουρλιάξει, όλα τ’ ανείπωτα!



*     *     *



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΙΚΗΣ ΓΚΟΒΑΡΗ

Γκόβαρη Κική (Βασιλική)
Φιλόλογος, απόφοιτος του Τμήματος Κλασσικών Σπουδών της Φιλολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Γεννήθηκε το Σεπτέμβρη του 1977 σε ένα  χωριό της Βοιωτίας, όπου επέστρεψε και ζει αμέσως μετά το πέρας των σπουδών της – μαζί με το σύζυγο και την 6,5 χρονών κόρη της πλέον.
Επί δεκαπέντε περίπου χρόνια ασχολήθηκε με την ενισχυτική - φροντιστηριακή διδασκαλία κατ’ οίκον, αποκλειστικά και κατ’ επιλογή. Αφού η ιδιαίτερη αδυναμία της στα παιδιά, και τις ιδιαιτερότητες του καθενός, ως άτομα, ήταν καθοριστική στην απόφασή της να διδάσκει «βοηθητικά», το κάθε παιδί μόνο του.
Γι αυτό τον λόγο άλλωστε δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να διοριστεί ή να διδάξει σε οργανωμένο φροντιστήριο.
Τα τελευταία 7 χρόνια όμως – από τη γέννηση του παιδιού της – ασχολείται αποκλειστικά με την ανατροφή της μοναχοκόρης της – έχοντας εγκαταλείψει την εργασία της. 
Ωστόσο πολλές ώρες της νύχτας αφιερώνει στη συγγραφή. Ερασιτεχνική κυρίως, έως και τον Ιούνιο του 2018 – και μετά από παροτρύνσεις ετών, των δικών της προσώπων -  οπότε και εκδίδεται από τις «ΕΚΔΟΣΕΙΣ ANIMA», το πρώτο της βιβλίο. 
Μια αλληγορική νουβέλα για «παιδιά από 9 έως 109 ετών» όπως λέει η ίδια, και με βασικό θεματικό άξονα τα συναισθήματα, τη διαχείρισή τους και την ενσυναίσθηση.
«Το πιο ανώδυνο των γραπτών μου» λέει επίσης η ίδια σε συνέντευξή της στην τοπική διαδικτυακή εφημερίδα Orchomenos Press (https://orchomenos-press.blogspot.com/2018/10/orchomenos-press_8.html), μιας και η αδυναμία της είναι η ποίηση, τα πεζοποιήματα, οι αφορισμοί, όπως η ίδια με επιφύλαξη χαρακτηρίζει τα κείμενα της, μη μπορώντας να τα εντάξει σε ένα ξεκάθαρο λογοτεχνικό πλαίσιο – καλούπι.
Σ’ αυτό το πλαίσιο κινείται και το νέο βιβλίο, που ετοιμάζει, αν και ίσως περιλαμβάνει και μια έκπληξη.
Παράλληλα έχουν εγκριθεί και πρόκειται να δημοσιευθούν δύο ποιήματα –χαρακτηριστικά του ύφους της – ένα στο πρώτο τεύχος του έντυπου λογοτεχνικού περιοδικού που θα δημοσιεύεται από τον εκδοτικό της, έως και το τέλος του έτους. Κι ένα δεύτερο από τη λογοτεχνική ιστοσελίδα Litterra  στο facebook.
Μικρά δείγματα της δουλειάς της κατακλύζουν καθημερινά και το προσωπικό προφίλ (Κική Γκόβαρη) της στη πλατφόρμα του facebook.





*     *     *


ΑΝ ΘΕΣ ΚΑΙ ΣΥ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙΣ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ: 

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ

ΚΑΙ ΣΤΗΝ 

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΧΡΟΝΩΝ 

ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

ΠΑΤΗΣΕ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μανιφέστο