Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήση μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν (ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ). Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία θα συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τον Λογοτέχνη, Διδάκτορα Νεοελληνικής Φιλολογίας και μεταδιδακτορικό ερευνητή του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, Τάσο Μιχαηλίδη, ο οποίος συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό του έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ TΑΣΟ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;
Πρόκειται για όλα τα γραπτά και προφορικά έργα μιας γλωσσικής κοινότητας που πληρούν αισθητικά κριτήρια, ενώ αλληλεπιδρούν και εντάσσονται σε μια ευρύτερη πολιτισμική και λογοτεχνική παράδοση. Ο λογοτεχνικός λόγος διαθέτει αυταξία και αισθητική αρτιότητα, κατά τρόπο που λειτουργεί ανασυνθετικά για την όποια πραγματικότητα, ιδεολογική αναφορά, ψυχική εμπειρία και κοινωνική δομή απηχεί και εκφράζει. Η λογοτεχνική έκφραση είναι δείκτης πνευματικής, γλωσσικής και κοινωνικής ανάπτυξης ενός πολιτιστικού συστήματος και ως γλωσσικό και αισθητικό μόρφωμα υπόκειται τόσο στον άξονα της διαχρονίας, όσο και της συγχρονίας της πολιτισμικής ιστορίας. Συνιστά, επίσης, μια ανοικειωτική μορφή του γλωσσικού κώδικα, της οποίας τα χαρακτηριστικά διερευνώνται συστηματικά από τη γλωσσολογία και τη λογοτεχνική θεωρία, καθώς εμπλουτίζει τη σημασιολογική εκφορά και αναδιατυπώνει τα όρια της γραμματικής και συντακτικής λειτουργίας της εκάστοτε γλώσσας.
2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;
Η αναγνωστική διαδικασία προσφέρει μια διαφορετική και πιο εσωτερική θέαση στον εαυτό του, στην κοινωνική πραγματικότητα και στη σχέση του με τους άλλους. Αποτελεί μια αναστοχαστική ματιά στα χαρακτηριστικά που συγκροτούν την ταυτότητά του, δίνοντάς του ευκαιρίες επαναβίωσης προσωπικών και συλλογικών εμπειριών. Την ίδια στιγμή, μέσω της λογοτεχνίας επαναπροσδιορίζεται δημιουργικά η σχέση του με τα υλικά του γλωσσικού κώδικα, που χρησιμοποιεί καθημερινά για να επικοινωνεί, να συστήνεται και αυτοσυστήνεται ως ενεργό μέλος μιας γλωσσικής κοινότητας. Η ανάγνωση της λογοτεχνίας ισοδυναμεί ταυτόχρονα με συναισθηματική εμβάθυνση, ψυχική εκτόνωση και διαφυγή από την καθημερινότητα, αλλά και κριτική επανα-διαπραγμάτευση όψεων της πραγματικότητάς μας.
3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;
Κατανοώ ότι μια εποχή ταχύτητας και λαίμαργης κατανάλωσης ψηφιακών εικόνων δεν δείχνει εκ πρώτης όψεως δεκτική στη λογοτεχνική γραφή, και πόσο μάλλον στον ποιητικό λόγο, έναν λόγο που εκ φύσεως αντιστέκεται σθεναρά στη βιαστική ανάγνωση. Την ίδια στιγμή, όμως, οφείλουμε να θυμηθούμε πως κάθε απόπειρα ανανέωσης της παράδοσης δεν υπήρξε ποτέ ούτε εύκολη, ούτε ανώδυνη. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν θεωρώ ότι ειδικά η δική μας εποχή παρουσιάζει μεγαλύτερη απαραίτητα δυσκολία ή απώθηση προς τη λογοτεχνία, απλώς φαίνεται να υπάρχει μια γενική τάση προς την πεζογραφία έναντι της ποίησης. Άλλωστε, κάθε εποχή κοινωνικής πίεσης ή πολιτισμικών ρήξεων μπορεί τελικά να λειτουργεί θετικά σε αισθητικό επίπεδο, γιατί ωθεί έντονα το άτομο, είτε με τον ρόλο του συγγραφέα είτε με τον ρόλο του αναγνώστη, σε μια εσωτερικότητα και αναζήτηση, που είναι δυνατό να μεταφραστεί και με δημιουργικούς όρους.
Ο μεγάλος αριθμός ιστοσελίδων, ιστότοπων και ηλεκτρονικών περιοδικών για την ποίηση και τον πεζό λόγο στο ελληνικό διαδίκτυο φανερώνει ένα ενεργό ενδιαφέρον των Ελλήνων για τη λογοτεχνία. Η εποχή του διαδικτύου δηλαδή δεν γεννά μόνο εμπόδια και διλήμματα σχετικά με το μέλλον της ποιητικής γραφής, αλλά τελικά μπορεί να προσφέρει και βήμα ή ευκαιρίες καλλιτεχνικής έκφρασης στους δημιουργούς. Παράλληλα, η μακρά λίστα με τις νέες ποιητικές συλλογές, που εκδίδονται κάθε χρόνο από τους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, δείχνει ότι η ποιητική γραφή συνεχίζει να αφορά τους Έλληνες δημιουργούς, έστω και αν αυτό δεν αποδεικνύει απαραίτητα και ένα ανάλογα δυναμικό αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Από την άλλη πλευρά, τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότερα εργαστήρια δημιουργικής γραφής οργανώνονται από προβεβλημένους συγγραφείς και καταρτισμένους φιλολόγους, που απευθύνονται στο πλατύ κοινό και αφιερώνουν σημαντικό μέρος των συναντήσεών τους στη διδακτική της ποιητικής φόρμας. Κατά συνέπεια, πιστεύω ότι η ποιητική γραφή έχει βαθιά παράδοση στην εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή, ταιριάζει στην ψυχοσύνθεση του Έλληνα και θα συνεχίσει να δίνει εύγευστους καρπούς και ικανούς δημιουργούς, άξιους να διεκδικήσουν σταδιακά μια σημαντική θέση στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα.
Ο μεγάλος αριθμός ιστοσελίδων, ιστότοπων και ηλεκτρονικών περιοδικών για την ποίηση και τον πεζό λόγο στο ελληνικό διαδίκτυο φανερώνει ένα ενεργό ενδιαφέρον των Ελλήνων για τη λογοτεχνία. Η εποχή του διαδικτύου δηλαδή δεν γεννά μόνο εμπόδια και διλήμματα σχετικά με το μέλλον της ποιητικής γραφής, αλλά τελικά μπορεί να προσφέρει και βήμα ή ευκαιρίες καλλιτεχνικής έκφρασης στους δημιουργούς. Παράλληλα, η μακρά λίστα με τις νέες ποιητικές συλλογές, που εκδίδονται κάθε χρόνο από τους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, δείχνει ότι η ποιητική γραφή συνεχίζει να αφορά τους Έλληνες δημιουργούς, έστω και αν αυτό δεν αποδεικνύει απαραίτητα και ένα ανάλογα δυναμικό αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Από την άλλη πλευρά, τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότερα εργαστήρια δημιουργικής γραφής οργανώνονται από προβεβλημένους συγγραφείς και καταρτισμένους φιλολόγους, που απευθύνονται στο πλατύ κοινό και αφιερώνουν σημαντικό μέρος των συναντήσεών τους στη διδακτική της ποιητικής φόρμας. Κατά συνέπεια, πιστεύω ότι η ποιητική γραφή έχει βαθιά παράδοση στην εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή, ταιριάζει στην ψυχοσύνθεση του Έλληνα και θα συνεχίσει να δίνει εύγευστους καρπούς και ικανούς δημιουργούς, άξιους να διεκδικήσουν σταδιακά μια σημαντική θέση στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα.
4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;
Πιστεύω ότι η ποίηση είναι ύψιστη εκδήλωση του ανθρώπινου πνεύματος, που αναδιατυπώνει τα όρια της γλωσσικής εμπειρίας και ανασυνθέτει τον τρόπο πρόσληψης του ανθρώπου σε σχέση με τον εμπειρικό κόσμο. Η ποίηση ψυχαγωγεί, παρηγορεί, προβληματίζει, συντροφεύει και ομορφαίνει κάθε όψη του ανθρώπινου βίου και μας οδηγεί σε μια βαθύτερη σφαίρα ύπαρξης και συνείδησης του εαυτού μας.
5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;
Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουν ένας αφοσιωμένος και παθιασμένος αναγνώστης της λογοτεχνίας και άρχισα να γράφω συστηματικά από την εφηβική μου ηλικία, με αφορμή τα προσωπικά βιώματα και τις αναγνωστικές εμπειρίες εκείνης της εποχής. Άλλωστε, αυτή η έντονη ανάγκη για τη δημιουργική έκφραση των σκέψεων και συναισθημάτων μου μέσω της λογοτεχνικής γραφής αποτέλεσε τον κύριο λόγο που επέλεξα να σπουδάσω ελληνική φιλολογία και να γίνω ερευνητής της λογοτεχνίας. Συνεπώς, η σχέση μου με τη λογοτεχνία καλύπτει ένα ευρύ φάσμα της πνευματικής μου υπόστασης και της καθημερινής μου ενασχόλησης είτε με την επιστημονική είτε με την καλλιτεχνική μου ιδιότητα, έτσι ώστε μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μου.
6. Γιατί γράφετε;
Γράφω, γιατί είναι ο δικός μου τρόπος να κατανοώ την πραγματικότητά μου, να ταξινομώ τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου, αλλά και να επικοινωνώ σε ένα βαθύτερο επίπεδο με τον όποιο «Άλλο». Η λογοτεχνία αποτελεί τη θησαύριση, τον κριτικό και αισθητικό αναπροσδιορισμό κάθε σκέψης, εικόνας, ήχου και γεύσης που θεωρώ ότι αξίζει να διασωθεί εντός μου, μέσα σε αφηγήσεις που ξεπερνούν το δικό μου «εγώ». Για μένα η λογοτεχνική γραφή είναι ένα ανοιχτό κάλεσμα που χρειάζεται συμπλήρωση και ταυτόχρονα διαθέτει μια αρτιότητα και αυτονομία. Κάθε λογοτεχνικό έργο συνιστά ένα αισθητικό σώμα που δεν δηλώνει κάτι μόνο με το να σημαίνει, αλλά και με την ίδια τη μορφή που υπάρχει. Γράφω, λοιπόν, επειδή είναι μια προσωπική ανάγκη. Άλλωστε, είναι μια διαδικασία, που απαιτεί τόσο κόπο, χρόνο, επιμονή και προσπάθεια από τον δημιουργό -οι μυημένοι γνωρίζουν-, όπου μόνο η βαθύτερη ανάγκη μπορεί να δώσει το απαιτούμενο κίνητρο για να συνεχίζεις να βαθαίνεις στις λέξεις σου.
7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
Κίνητρο να γράψω μού δίνει κάθε στιγμή και ψηφίδα της προσωπικής και συλλογικής εμπειρίας που με αναγκάζει να κοιτάξω προσεκτικότερα μέσα μου. Κάθε αναγνωστική πράξη που ψηλώνει μέσα μου απότομα και γίνεται επικοινωνία. Είναι μια διαδικασία και αίσθηση ολιστική. Ψάχνεις τις λέξεις να αντισταθείς, να εκφραστείς, να αυτοσυστηθείς. Γίνεται συνάντηση ανθρώπων πέρα από χρονικά και γεωγραφικά όρια. Αυτή η έντονη στιγμή είναι η σπινθηροβόλα αρχή μιας διαδικασίας αργής ωρίμανσης.
8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;
Γράφω κυρίως ποίηση και διηγήματα. Ωστόσο, μου αρέσει συχνά να δοκιμάζομαι εκφραστικά σε διαφορετικά είδη, όπως και να πειραματίζομαι ανάμεσα στα όρια των ειδολογικών κατηγοριών.
9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.
Έχω εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: Σπαράγματα προσώπων από τις εκδόσεις του περιοδικού Manifesto (2012), και Ασυνταξίες λαβυρίνθων από τις εκδόσεις Γκοβόστη (2018). Συνεργάζομαι και δημοσιεύω ποιήματα, διηγήματα και δοκίμια για τη λογοτεχνία σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά, ενώ λογοτεχνικά μου έργα έχουν διακριθεί και βραβευτεί σε πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Ποιήματά μου έχουν ανθολογηθεί στις ακόλουθες ποιητικές συλλογές λογοτεχνικών διαγωνισμών: α) Ελικώνας 2015 από τις εκδόσεις Momentum (2016) β) Μορφές της κρίσης από τις εκδόσεις Μολύβι (2014) και γ) Ποίηση (Ανθολογία Α’ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Μ. Σουλιώτη, Πανεπιστήμιο Δυτ. Μακεδονίας) από τις εκδόσεις Δίγαμμα (2014). Συνεχίζω να γράφω και να μελετώ τη λογοτεχνία συστηματικά, προσπαθώντας να αναδεικνύω κατά το δυνατόν όψεις και στοιχεία της πολιτιστικής ζωής και του γλωσσικού κώδικα, που θεωρώ σημαντικά για την εξέλιξη της εγχώριας λογοτεχνικής παράδοσης.
10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Ασυνταξίες λαβυρίνθων (2018)».
Η δεύτερη ποιητική μου συλλογή, Ασυνταξίες λαβυρίνθων, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γκοβόστη, είναι η δεύτερη ολοκληρωμένη δουλειά μου. Τα σαράντα δύο ποιήματα της συλλογής, χωρισμένα σε έξι κεφάλαια («Αντίλαλοι Μινωταύρων», «Της πόλης», «Μεσάνυχτα χειμώνα», «Υμέναιοι του Άδη», «Του έρωτα» και «Κατάγματα στις κλωστές της Αριάδνης»), είναι αυτόνομα, ενώ λειτουργούν ταυτόχρονα και ως ενότητα.
Η δομή του έργου μου και τα κείμενά μου, αποτέλεσμα μιας δουλειάς έξι χρόνων, επιδιώκουν να ανακαλύψουν ή έστω να «κατασκευάσουν» μια μορφή ενότητας στην απόδοση της κοινωνικής και πολιτισμικής εμπειρίας της εποχής μας. Έτσι, το σύνολο των ποιημάτων της συλλογής συγκροτεί μια χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους, με άξονα τον μύθο του Θησέα. Η συλλογή ανασυνθέτει πλήρως το μυθικό αρχέτυπο της κατάβασης του Αθηναίου ήρωα στο σκοτάδι του λαβυρίνθου ως σύμβολο ενός υπαρξιακού, κοινωνικού και ψυχικού θανάτου, αλλά και την επάνοδό του στο φως με τη βοήθεια του έρωτα για ζωή και δημιουργία.
Βασικός στόχος είναι με το σύνολο των έργων να συνθέσω έναν ιδιότυπο «μίτο της Αριάδνης», για να λειτουργήσει ως αντίδοτο στους προσωπικούς μας λαβυρίνθους. Έτσι, τα ποιήματα της συλλογής προβάλλουν ορατές και αθέατες όψεις της κρίσης που βιώνει η Ελλάδα. Άλλες φορές με λυρισμό και εξομολογητική διάθεση και άλλες ειρωνικά ή αυτοσαρκαστικά θέλησα να θέσω στο προσκήνιο και να μορφοποιήσω ποιητικά τα ζητήματα της απώλειας, της ανθρώπινης θέλησης και των ανθρώπινων σχέσεων σε έναν κόσμο ατομισμού. Για μένα, οι Ασυνταξίες λαβυρίνθων είναι μια μορφή αποτύπωσης της αγωνίας κάθε νέου ανθρώπου μέσω έντονων εικόνων, αλλά και η κατάθεση ενός προβληματισμού σχετικά με το τι συνιστά πραγματική έξοδο από ένα προσωπικό ή συλλογικό σκοτάδι.
Η δομή του έργου μου και τα κείμενά μου, αποτέλεσμα μιας δουλειάς έξι χρόνων, επιδιώκουν να ανακαλύψουν ή έστω να «κατασκευάσουν» μια μορφή ενότητας στην απόδοση της κοινωνικής και πολιτισμικής εμπειρίας της εποχής μας. Έτσι, το σύνολο των ποιημάτων της συλλογής συγκροτεί μια χαλαρή σύνδεση μεταξύ τους, με άξονα τον μύθο του Θησέα. Η συλλογή ανασυνθέτει πλήρως το μυθικό αρχέτυπο της κατάβασης του Αθηναίου ήρωα στο σκοτάδι του λαβυρίνθου ως σύμβολο ενός υπαρξιακού, κοινωνικού και ψυχικού θανάτου, αλλά και την επάνοδό του στο φως με τη βοήθεια του έρωτα για ζωή και δημιουργία.
Βασικός στόχος είναι με το σύνολο των έργων να συνθέσω έναν ιδιότυπο «μίτο της Αριάδνης», για να λειτουργήσει ως αντίδοτο στους προσωπικούς μας λαβυρίνθους. Έτσι, τα ποιήματα της συλλογής προβάλλουν ορατές και αθέατες όψεις της κρίσης που βιώνει η Ελλάδα. Άλλες φορές με λυρισμό και εξομολογητική διάθεση και άλλες ειρωνικά ή αυτοσαρκαστικά θέλησα να θέσω στο προσκήνιο και να μορφοποιήσω ποιητικά τα ζητήματα της απώλειας, της ανθρώπινης θέλησης και των ανθρώπινων σχέσεων σε έναν κόσμο ατομισμού. Για μένα, οι Ασυνταξίες λαβυρίνθων είναι μια μορφή αποτύπωσης της αγωνίας κάθε νέου ανθρώπου μέσω έντονων εικόνων, αλλά και η κατάθεση ενός προβληματισμού σχετικά με το τι συνιστά πραγματική έξοδο από ένα προσωπικό ή συλλογικό σκοτάδι.
11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;
Γράφω όποτε αισθανθώ την ανάγκη και νιώθω ότι έχω διαμορφώσει εσωτερικά την απαιτούμενη ισορροπία ανάμεσα στο περιεχόμενο και τη μορφή της ποιητικής ύλης. Ωστόσο, επεξεργάζομαι συστηματικά τα κείμενά μου σχεδόν καθημερινά, τις ώρες που βρίσκω ελεύθερο χρόνο, συνήθως αργά το απόγευμα.
19. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
12. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;
Όπως σε κάθε εποχή, ο λογοτέχνης συνεχίζει να ελπίζει, πικραίνεται, παλεύει, αγωνιά, σκέφτεται και αισθάνεται με έναν δικό του μοναδικό τρόπο, που τελικά μπορεί ή ελπίζει να μπορεί να λειτουργήσει ως καταφύγιο και πλαίσιο αναφοράς και άλλων ανθρώπων. Αυτή η πάλη για ισορροπία ανάμεσα στην ιδιοσυστασία και καθολικότητα αποτελεί, αναμφίβολα, βασική του μέριμνα και επιδίωξη. Οι λογοτέχνες σήμερα μπορεί να έχουν διαφορετικές σπουδές και επαγγέλματα, είναι δυνατό να διαφέρουν ως προς τα αισθητικά τους κριτήρια/πρότυπα και συχνά να μην γνωρίζουν ο ένας τον άλλο, ακόμα και αν ζουν και δημιουργούν στην ίδια πόλη, αλλά σίγουρα τους ενώνει νοερά η ίδια ανησυχία και πάλη για έκφραση.
13. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;
Σε μια περίοδο πολυδιάσπασης και υπερ-πληροφόρησης, νομίζω, ότι το πρόβλημα δεν είναι το αν προσφέρονται αναγνωστικές εμπειρίες και ποικιλία προτάσεων στο κοινό, αλλά το πώς ο αναγνώστης θα μπορεί να διακρίνει τα ενδιαφέροντα και πρωτότυπα έργα, που του ταιριάζουν ή τον αφορούν. Κατ’ επέκταση, δεν λείπει ο πλούτος από τη λογοτεχνική παραγωγή, ούτε η ποικιλία επιλογών στον αναγνώστη. Το σύγχρονο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας έχει τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με έργα ξένων λογοτεχνιών σε μετάφραση, κλασικά και σύγχρονα, αλλά και να επιλέξει από μια μεγάλη γκάμα ελληνικών προτάσεων που εκπροσωπούν όλα τα λογοτεχνικά είδη. Ο μέσος αναγνώστης δείχνει να έλκεται από τον λόγο του μυθιστορήματος, διαβάζει όλα τα είδη της πεζογραφίας (διήγημα και νουβέλα) και λιγότερο ή καθόλου, πάντως πιο επιλεκτικά ή συντηρητικά, ποίηση. Οι Έλληνες αναγνώστες δείχνουν να προτιμούν σε επίπεδο ενδιαφέροντος τα πεζογραφικά έργα που ανοίγονται στον χώρο του φανταστικού ή διαλέγονται ανανεωτικά με το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά δεν θεωρώ ότι ο επαρκής αναγνώστης σταματά να αναζητά συνεχώς ενδιαφέρουσες λογοτεχνικές προτάσεις σε κάθε είδος ξεχωριστά.
14. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;
Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν μυστικά που εξασφαλίζουν τη λογοτεχνική επιτυχία. Άλλωστε, ένα ακόμα θέμα είναι το τι ορίζουμε ως επιτυχία: «Μόνο πωλήσεις; Θετικές κριτικές; Αρκετές επανεκδόσεις; Βραβεύσεις;». Το ένα βέβαια δεν αναιρεί το άλλο, αν και στην Ελλάδα που το αναγνωστικό κοινό είναι σχετικά μικρό, το ζήτημα των πωλήσεων (ανάλογο και με το είδος) είναι μάλλον εκτός συζήτησης. Σε κάθε περίπτωση, η συστηματική εργασία από τον δημιουργό και η συνεχής ενημέρωσή του για τις διεθνείς λογοτεχνικές εξελίξεις, η προσεγμένη και καλαίσθητη έκδοση, η μεθοδική προώθηση/επικοινωνία του βιβλίου και η θετική πρόσληψή του από ανθρώπους που έχουν κερδίσει μια σημαντική θέση στην πολιτισμική κίνηση της Ελλάδας, σίγουρα βοηθούν στην καθιέρωση ενός δημιουργού ή στο να θεωρηθεί αξιόλογο ένα έργο και να ξεχωρίσει ανάμεσα σε ένα πλήθος από εκδοτικές προτάσεις. Γενικά θεωρώ ότι η συνέπεια, η εργατικότητα, η φιλομάθεια, η αναστοχαστική ικανότητα και η δημιουργική τόλμη χρειάζεται να χαρακτηρίζει κάθε δημιουργό, που θέλει να διεκδικήσει μία θέση στο εγχώριο λογοτεχνικό τοπίο.
Σε μια περίοδο πολυδιάσπασης και υπερ-πληροφόρησης, νομίζω, ότι το πρόβλημα δεν είναι το αν προσφέρονται αναγνωστικές εμπειρίες και ποικιλία προτάσεων στο κοινό, αλλά το πώς ο αναγνώστης θα μπορεί να διακρίνει τα ενδιαφέροντα και πρωτότυπα έργα, που του ταιριάζουν ή τον αφορούν. Κατ’ επέκταση, δεν λείπει ο πλούτος από τη λογοτεχνική παραγωγή, ούτε η ποικιλία επιλογών στον αναγνώστη. Το σύγχρονο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας έχει τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με έργα ξένων λογοτεχνιών σε μετάφραση, κλασικά και σύγχρονα, αλλά και να επιλέξει από μια μεγάλη γκάμα ελληνικών προτάσεων που εκπροσωπούν όλα τα λογοτεχνικά είδη. Ο μέσος αναγνώστης δείχνει να έλκεται από τον λόγο του μυθιστορήματος, διαβάζει όλα τα είδη της πεζογραφίας (διήγημα και νουβέλα) και λιγότερο ή καθόλου, πάντως πιο επιλεκτικά ή συντηρητικά, ποίηση. Οι Έλληνες αναγνώστες δείχνουν να προτιμούν σε επίπεδο ενδιαφέροντος τα πεζογραφικά έργα που ανοίγονται στον χώρο του φανταστικού ή διαλέγονται ανανεωτικά με το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά δεν θεωρώ ότι ο επαρκής αναγνώστης σταματά να αναζητά συνεχώς ενδιαφέρουσες λογοτεχνικές προτάσεις σε κάθε είδος ξεχωριστά.
14. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;
Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν μυστικά που εξασφαλίζουν τη λογοτεχνική επιτυχία. Άλλωστε, ένα ακόμα θέμα είναι το τι ορίζουμε ως επιτυχία: «Μόνο πωλήσεις; Θετικές κριτικές; Αρκετές επανεκδόσεις; Βραβεύσεις;». Το ένα βέβαια δεν αναιρεί το άλλο, αν και στην Ελλάδα που το αναγνωστικό κοινό είναι σχετικά μικρό, το ζήτημα των πωλήσεων (ανάλογο και με το είδος) είναι μάλλον εκτός συζήτησης. Σε κάθε περίπτωση, η συστηματική εργασία από τον δημιουργό και η συνεχής ενημέρωσή του για τις διεθνείς λογοτεχνικές εξελίξεις, η προσεγμένη και καλαίσθητη έκδοση, η μεθοδική προώθηση/επικοινωνία του βιβλίου και η θετική πρόσληψή του από ανθρώπους που έχουν κερδίσει μια σημαντική θέση στην πολιτισμική κίνηση της Ελλάδας, σίγουρα βοηθούν στην καθιέρωση ενός δημιουργού ή στο να θεωρηθεί αξιόλογο ένα έργο και να ξεχωρίσει ανάμεσα σε ένα πλήθος από εκδοτικές προτάσεις. Γενικά θεωρώ ότι η συνέπεια, η εργατικότητα, η φιλομάθεια, η αναστοχαστική ικανότητα και η δημιουργική τόλμη χρειάζεται να χαρακτηρίζει κάθε δημιουργό, που θέλει να διεκδικήσει μία θέση στο εγχώριο λογοτεχνικό τοπίο.
15. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Θα επέλεγα το έντυπο, γιατί είναι ένα ξεχωριστό σώμα που μπορείς να συνδεθείς μαζί του ως ύλη κατά την αναγνωστική διαδικασία, αλλά δεν θα απέρριπτα σε καμιά περίπτωση το ηλεκτρονικό. Νομίζω ότι η ηλεκτρονική έκδοση είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη στον χώρο του επιστημονικού δοκιμίου και αν μπορούσα να διακινδυνεύσω μία πρόβλεψη, θα έλεγα ότι τα επόμενα χρόνια θα διεκδικήσει στην Ελλάδα μία πολύ καλύτερη θέση από αυτή που έχει στη σύγχρονη εκδοτική πραγματικότητα. Το έντυπο λογοτεχνικό βιβλίο, ωστόσο, θα συνεχίσει να πρωταγωνιστεί για καιρό στις επιλογές του αναγνωστικού κοινού.
16. Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;
Να διαβάζει λογοτεχνία, να γράφει και να επεξεργάζεται συνεχώς τα κείμενά του. Να έχει, επίσης, υπομονή και επιμονή, γιατί αυτός ο χώρος σίγουρα είναι αγώνας αντοχής και όχι ταχύτητας. Επιπλέον, να σκέφτεται όλα τα στάδια της δημιουργικής διαδικασίας (αρχική ιδέα, συγγραφή, επανέλεγχο, δημοσίευση) και να προσπαθεί να επικοινωνεί τα έργα του με τους καλύτερους δυνατούς όρους, προκειμένου να τους προσφέρει τη δυνατότητα να συναντήσουν αναγνώστες, που θα τα αναδείξουν και θα τα σεβαστούν ως ξεχωριστά αισθητικά σώματα.
17. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;
Ξαναδιάβασα την Αστροφεγγιά του Παναγιωτόπουλου με αφορμή μια εισήγησή μου σε ένα συνέδριο για τη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου, αρκετά χρόνια μετά την πρώτη μου επαφή μαζί της και νομίζω ότι αισθάνθηκα τους λόγους που ορισμένα έργα χρειάζεται κανείς να τα διαβάζει ξανά και ξανά. Είναι ένα μυθιστόρημα που καταφέρνει με τη δεξιοτεχνική ισορροπία ανάμεσα στον ρεαλισμό και λυρισμό να αποδώσει το ιστορικό τοπίο και να δημιουργήσει εύληπτα ένα σύνολο αληθινών και ζωντανών προσώπων, που συγκινούν και συνομιλούν με τον σύγχρονο αναγνώστη. Η μορφή του Άγγελου, πιστεύω, ότι αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πορτρέτα χαρακτήρων της ελληνικής εφηβικής λογοτεχνίας.
18. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;
Η λέξη «αγαπημένο» είναι δύσκολη, γιατί ανά περίοδο δημιουργικά ή ερευνητικά αυτό αλλάζει, αλλά μπορώ να αναφέρω με σιγουριά, ποια βιβλία μου αρέσει να ξαναδιαβάζω κατά καιρούς. Ανατρέχω, λοιπόν, συχνά στο Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι, στην Αντιποίηση αρχής του Αλ. Κοτζιά, στους Κεκαρμένους του Κάσδαγλη, στον Κρητικό του Σολωμού, στον Ερωτόκριτο του Κορνάρου, στα Αθηναϊκά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, στα διηγήματα του Μωπασάν, στη Μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ, στο Δικό μας αίμα και Για ένα φιλότιμο του Ιωάννου, στο Μυθιστόρημα και την Κίχλη του Σεφέρη, Τα ελεγεία της Οξώπετρας του Ελύτη, στον Ξένο του Καμύ, τα Σταφύλια της οργής του Στάινμπεκ, τον Πύργο και τη Δίκη του Κάφκα, την Πόλη του Πλασκοβίτη, τα Άπαντα των Καβάφη, Καρυωτάκη και Ντίκινσον και το Ζερμινάλ του Ζολά.
17. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;
Ξαναδιάβασα την Αστροφεγγιά του Παναγιωτόπουλου με αφορμή μια εισήγησή μου σε ένα συνέδριο για τη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου, αρκετά χρόνια μετά την πρώτη μου επαφή μαζί της και νομίζω ότι αισθάνθηκα τους λόγους που ορισμένα έργα χρειάζεται κανείς να τα διαβάζει ξανά και ξανά. Είναι ένα μυθιστόρημα που καταφέρνει με τη δεξιοτεχνική ισορροπία ανάμεσα στον ρεαλισμό και λυρισμό να αποδώσει το ιστορικό τοπίο και να δημιουργήσει εύληπτα ένα σύνολο αληθινών και ζωντανών προσώπων, που συγκινούν και συνομιλούν με τον σύγχρονο αναγνώστη. Η μορφή του Άγγελου, πιστεύω, ότι αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πορτρέτα χαρακτήρων της ελληνικής εφηβικής λογοτεχνίας.
18. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;
Η λέξη «αγαπημένο» είναι δύσκολη, γιατί ανά περίοδο δημιουργικά ή ερευνητικά αυτό αλλάζει, αλλά μπορώ να αναφέρω με σιγουριά, ποια βιβλία μου αρέσει να ξαναδιαβάζω κατά καιρούς. Ανατρέχω, λοιπόν, συχνά στο Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι, στην Αντιποίηση αρχής του Αλ. Κοτζιά, στους Κεκαρμένους του Κάσδαγλη, στον Κρητικό του Σολωμού, στον Ερωτόκριτο του Κορνάρου, στα Αθηναϊκά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, στα διηγήματα του Μωπασάν, στη Μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ, στο Δικό μας αίμα και Για ένα φιλότιμο του Ιωάννου, στο Μυθιστόρημα και την Κίχλη του Σεφέρη, Τα ελεγεία της Οξώπετρας του Ελύτη, στον Ξένο του Καμύ, τα Σταφύλια της οργής του Στάινμπεκ, τον Πύργο και τη Δίκη του Κάφκα, την Πόλη του Πλασκοβίτη, τα Άπαντα των Καβάφη, Καρυωτάκη και Ντίκινσον και το Ζερμινάλ του Ζολά.
19. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Αν και η ερώτηση μού δημιουργεί το άγχος ότι θα αδικήσω κάποιον σε σχέση με τη θέση που έχει μέσα μου, θα αναφέρω ορισμένα ονόματα με κύριο κριτήριο, ποιοι συγγραφείς μου έρχονται αυτόματα στο νου (στοιχείο που δεν θεωρώ ότι είναι τυχαίο). Έτσι, από πεζογράφους δεν θα μπορούσα να παραλείψω τους Κάφκα, Καμύ, Ντοστογιέφσκι, Φλωμπέρ, Φόκνερ, Τζέημς, Κόνραντ, Αλ. Κοτζιά, Βιζυηνό, Ζολά, Παπαδιαμάντη, Κάσδαγλη, Πλασκοβίτη, Φραγκιά, Κ. Πολίτη, Γαλανάκη, Γουλφ, Τσέχωφ, Ιωάννου, Μωπασάν, Στάινμπεκ και Μαρκές. Από ποιητές θα ανέφερα τους Ελύτη, Καβάφη, Σεφέρη, Πάουντ, Έλιοτ, Ουίτμαν, Ντίκινσον, Σολωμό, Ποε, Ρίτσο, Εμπειρίκο, Καρυωτάκη, Κ. Δημουλά, Μ. Γκανά, Σαχτούρη, Σινόπουλο και Πατίλη.
20. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;
* * *
Street art
(του Τάσου Μιχαηλίδη)
(του Τάσου Μιχαηλίδη)
Αθήνα 2017. Φωτογραφίες πόλης στα λευκά.
Ανδρικό μοντέλο ποζάρει φυσικά σε street art photo
για κοσμικό περιοδικό.
Σκούρο σακάκι, κάπως φαρδύ,
δίνει μια επίσημη νότα τις ημέρες των γιορτών.
Παπούτσι λουστρίνι, λίγο στενό, αλλά το σώμα μαθαίνει·
σιγά σιγά συρρικνώνεται στις επιταγές του στυλίστα.
Σκουφί με χοντρή πλέξη,
σχεδόν ενωμένο με το πυκνό γένι.
Τελευταία λέξη της μόδας για τον άνδρα του Δεκέμβρη.
Παλτό κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό, δεν αφήνει ανάσα
να φύγει, χωρίς να ζεστάνει
τον κορμό.
Η φετινή collection στην Αθήνα θέλει τον άντρα αλήτη,
έξω από το σπίτι, στο γιαπί,
χωρίς γιάπικη αυτοπεποίθηση.
Και τέλος ως αξεσουάρ μια πολύχρωμη κουβέρτα
να πέφτει ατημέλητα στην πλάτη.
Πάνω σε υπερυψωμένη παλέτα, ένα μόλις τετραγωνικό,
στέκει το απόλυτο αρσενικό, χωρίς αύριο και σκοπό.
Γι’ αυτό αστράφτει του καλλιτέχνη το φλας,
φοράει για αντίθεση κολάν και στρας.
Με αυταρέσκεια Διογένη τον συλλαμβάνει το φως
να διαλογίζεται σκυφτός. Πάνω σε ξύλινο σκαμνί,
οροφοδιαμέρισμα με πυλωτή,
δεν τον απασχολούν τα νερά του χιονιού
και οι ακαθαρσίες της νυχτερινής ενούρησης.
Το βλέμμα του γυμνό στου φακού την εκπόρνευση,
κοιτάζει με ύφος μύωπα σε αρρενωπή απόγνωση.
Μορφασμός περιφρόνησης για τη μάζα των βιαστικών.
Ούτε το χέρι δεν καταδέχεται να τους απλώσει.
Οπωσδήποτε με τέτοιο μουγκό θυμό
θα γίνει πρωτοσέλιδο. Η απάθειά του, σκέτη αυθάδεια.
Τη λατρεύουν οι κοσμικοί.
Αθήνα 2017. Πλένεται από βότσαλα χιονιού.
Λιώνει αργά πάνω σε ζωντανά αγάλματα.
Πόλη της ζωντανής τέχνης.
Ούτε το χέρι σήμερα δεν καταδεχόταν να τους απλώσει.
Απόλυτα φωτογραφικό.
Ανδρικό μοντέλο ποζάρει φυσικά σε street art photo
για κοσμικό περιοδικό.
Σκούρο σακάκι, κάπως φαρδύ,
δίνει μια επίσημη νότα τις ημέρες των γιορτών.
Παπούτσι λουστρίνι, λίγο στενό, αλλά το σώμα μαθαίνει·
σιγά σιγά συρρικνώνεται στις επιταγές του στυλίστα.
Σκουφί με χοντρή πλέξη,
σχεδόν ενωμένο με το πυκνό γένι.
Τελευταία λέξη της μόδας για τον άνδρα του Δεκέμβρη.
Παλτό κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό, δεν αφήνει ανάσα
να φύγει, χωρίς να ζεστάνει
τον κορμό.
Η φετινή collection στην Αθήνα θέλει τον άντρα αλήτη,
έξω από το σπίτι, στο γιαπί,
χωρίς γιάπικη αυτοπεποίθηση.
Και τέλος ως αξεσουάρ μια πολύχρωμη κουβέρτα
να πέφτει ατημέλητα στην πλάτη.
Πάνω σε υπερυψωμένη παλέτα, ένα μόλις τετραγωνικό,
στέκει το απόλυτο αρσενικό, χωρίς αύριο και σκοπό.
Γι’ αυτό αστράφτει του καλλιτέχνη το φλας,
φοράει για αντίθεση κολάν και στρας.
Με αυταρέσκεια Διογένη τον συλλαμβάνει το φως
να διαλογίζεται σκυφτός. Πάνω σε ξύλινο σκαμνί,
οροφοδιαμέρισμα με πυλωτή,
δεν τον απασχολούν τα νερά του χιονιού
και οι ακαθαρσίες της νυχτερινής ενούρησης.
Το βλέμμα του γυμνό στου φακού την εκπόρνευση,
κοιτάζει με ύφος μύωπα σε αρρενωπή απόγνωση.
Μορφασμός περιφρόνησης για τη μάζα των βιαστικών.
Ούτε το χέρι δεν καταδέχεται να τους απλώσει.
Οπωσδήποτε με τέτοιο μουγκό θυμό
θα γίνει πρωτοσέλιδο. Η απάθειά του, σκέτη αυθάδεια.
Τη λατρεύουν οι κοσμικοί.
Αθήνα 2017. Πλένεται από βότσαλα χιονιού.
Λιώνει αργά πάνω σε ζωντανά αγάλματα.
Πόλη της ζωντανής τέχνης.
Ούτε το χέρι σήμερα δεν καταδεχόταν να τους απλώσει.
Απόλυτα φωτογραφικό.
Κέλυφος που σπάει στο πρώτο φως
το χάραμα της άνοιξης.
Χωρίς άδεια, κλάμα βρεφών σε ώρα κοινής ησυχίας.
Στον Πειραιά. Μια ακόμα απελπισμένη γέννα
μέσα στη νύχτα των ανθρώπων.
Ήρθαν κάποιοι…
νηστικοί από πατρίδα, ξαφνικά.
Πεινασμένοι για επαγγελίας γη
θηλάζουν τον ήλιο να στάξει
φως στον δρόμο τους.
Στον Πειραιά, με το νυχτικό ακόμα η μέρα,
ζητιανεύουν χώρο να βαδίσουν
ανάμεσα σε αδέσποτα σκυλιά
και σωρό πλαστικές πιπίλες.
Μεσάνυχτα δικαιοσύνης
έφτασαν ακάλεστοι, μολυβένιοι
με τσιμεντένια από τη θλίψη φτερά.
Αποδημητικά πτηνά, ανήμπορα για πτήση.
Παιδικά βλέμματα σε μελανά κορμιά
ξυσμένα στα βράχια του τόπου μου
ιστορούν στα κοχύλια τον μύθο
του εξοστρακισμού τους.
Τσόφλια σπαργάνων, ξημερώματα Δευτέρας,
στον Πειραιά. Τα σπρώχνει αέρας στη θάλασσα.
Όλα η θάλασσα
στο μπλάβο χρώμα της τα κρύβει.
το χάραμα της άνοιξης.
Χωρίς άδεια, κλάμα βρεφών σε ώρα κοινής ησυχίας.
Στον Πειραιά. Μια ακόμα απελπισμένη γέννα
μέσα στη νύχτα των ανθρώπων.
Ήρθαν κάποιοι…
νηστικοί από πατρίδα, ξαφνικά.
Πεινασμένοι για επαγγελίας γη
θηλάζουν τον ήλιο να στάξει
φως στον δρόμο τους.
Στον Πειραιά, με το νυχτικό ακόμα η μέρα,
ζητιανεύουν χώρο να βαδίσουν
ανάμεσα σε αδέσποτα σκυλιά
και σωρό πλαστικές πιπίλες.
Μεσάνυχτα δικαιοσύνης
έφτασαν ακάλεστοι, μολυβένιοι
με τσιμεντένια από τη θλίψη φτερά.
Αποδημητικά πτηνά, ανήμπορα για πτήση.
Παιδικά βλέμματα σε μελανά κορμιά
ξυσμένα στα βράχια του τόπου μου
ιστορούν στα κοχύλια τον μύθο
του εξοστρακισμού τους.
Τσόφλια σπαργάνων, ξημερώματα Δευτέρας,
στον Πειραιά. Τα σπρώχνει αέρας στη θάλασσα.
Όλα η θάλασσα
στο μπλάβο χρώμα της τα κρύβει.
Μπλε πόρτα στον τοίχο
(του Τάσου Μιχαηλίδη)
(του Τάσου Μιχαηλίδη)
Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι κρατιούνται από το χέρι. Μόλις ερωτευμένοι. Συχνάζουν σε ένα συνοικιακό καφέ με μια μπλε πόρτα για εφέ στη δεξιά μεριά που δεν ανοίγει, ούτε οδηγεί πουθενά.
Καφετέρια της σειράς με ξύλινες καρέκλες φθαρμένες. Μια μεγάλη αίθουσα, όλο καπνό και ρέμπελους που ρουφούν μερακλίδικους καφέδες, για να χασομερήσουν το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι. Ζευγαράκια Λυκείου φιλιούνται λαίμαργα με χείλη όλο σάλιο, αδέξια και νευρικά, ρουφώντας τον freddo espresso με κοινό καλαμάκι. Δαγκώνουν όποιο κομμάτι σάρκας προλάβουν. Το τελευταίο φιλί πριν πάνε στο φροντιστήριο, το φιλί που λήγει το ημίχρονο του έρωτα της μέρας. Λίγο πιο κει, οι συνταξιούχοι πίνουν τον γλυκύ βραστό, φωνασκώντας για τον φόρο κληρονομιάς και το σώμα που αφήνεται να σαλιαρίζει με το χώμα.
Μόλις ερωτευμένοι, διαβάζαμε ώρες ατέλειωτες ο ένας το πρόσωπο του άλλου με ευλαβική στοργή. Άκουγα τα σχήματα που συλλάβιζαν τα χείλη της σαν προσευχητάρι. Εκεί για χρόνια οι συναντήσεις ανάμεσα σε βιβλία, εκπτωτικές προσκλήσεις για συναυλίες, πίσω από στοίβες εφημερίδων μαζί με τα ένθετα που χρειαζόσουν σακούλα, για να τα κουβαλήσεις, ακουμπούσα το χέρι της και ονειρευόμουν κορφές.
Η ξανθιά πίσω από το μπαρ σήμα κατατεθέν. Δέρμα σκούρο που με τον πρώτο ήλιο έπαιρνε χρώμα καμένου πεύκου, αλλά το μαλλί συνέχιζε σε σουηδική μπογιά να λαμπυρίζει λουστραρισμένο λάκα. Η κυρία Ματίνα επί των δημοσίων σχέσεων, εμφανιζόταν πάντα ξαφνικά από το πουθενά και ρωτούσε κάθε πελάτη πάνω από σαράντα, αν είναι ελεύθερος ή παντρεμένος, ή αν είναι διατεθειμένος να χωρίσει άμεσα, αφού ατύχησε και παντρεύτηκε πριν τη γνωρίσει -αιώνιο φάνταζε το αστείο με τον σοβαρό του υπαινιγμό. Στρουμπουλή, καθώς ήταν, με το ζόρι χωρούσε στα στενά της φορέματα και όταν γελούσε έμοιαζε να γελά όλο της το κορμί με έναν, ομολογώ, αισθησιακό τρόπο. Τα βράδια της Παρασκευής έβλεπες και τον ψηλό κύριο με το γυαλιστερό μουστάκι και τα ψαρά μαλλιά που διάβαζε πάντα, ακόμα και στο σκοτάδι, το ίδιο βιβλίο ή τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν. Ο κύριος με τη μεγάλη κοιλιά που έξυνε το μαλλί του πάντα χαμηλά στα δεξιά σαν τικ και παράγγελνε κονιάκ τα απογεύματα συμπλήρωνε το φόντο της συνήθειας.
Εκεί τα χρόνια της φοιτητικής ανεμελιάς μοιρασμένα. Με βιαστικά χάδια τις καθημερινές και αργόσχολες διακριτικές θωπείες τα πρωινά της Κυριακής. Τόσα ασύμμετρα και ασουλούπωτα σουσούμια είχε αυτό το μαγαζί. Αναγκαστικά, λες, δούλευαν εκεί οι εργαζόμενοι, αναγκαστικά σε αγκάλιαζα εκεί, ελλείψει άλλου μέρους. Κι η διακόσμηση έπασχε και το σέρβις έπασχε, όλα ετοιμόρροπα. Ακόμα και η μπλε πόρτα ζωγραφισμένη στον τοίχο αυθαίρετα, σου φαινόταν πως έμπαζε. Το καφέ μύριζε άρωμα βανίλια και κάπνα που έκανε μαραθωνοδρόμο να αποκτά βήχα ασθματικού.
Το συνοικιακό καφέ με τη μπλε πόρτα και την ξανθιά μελαχρινή σήμα κατατεθέν της γειτονιάς και των ζευγαριών της γενιάς μας ήταν το στέκι μας, μέχρι που φύγαμε στην αρχή της χιλιετίας. Σηκώσαμε φτερά και βρήκαμε μακριά φωλιές. Πέρασαν χρόνια μακριά από το καφέ της γωνιάς του δρόμου με την κυρία Ματίνα την τσουμπωτή να φλερτάρει ασυστόλως στα πενήντα παρά πέντε της.
Η γειτονιά ερήμωσε από τους νεοσσούς της γενιάς μου. Σκάψανε αλλού καταφύγια για τις τροχιές τους. Πέρασαν χρόνια τα οποία βάρυναν στην πλάτη μας και γείρανε το κορμί μας προς το πέλμα.
Ένας άντρας και μια γυναίκα προχωρούν δίπλα ο ένας στον άλλο. Τα χέρια τους συγκρούονται, αλλά δεν τέμνονται. Στέκονται μπροστά σε μια βιτρίνα που καλεί τον πεινασμένο να κοπιάσει και να δοκιμάσει λιπαρές τροφές, αρκετές να σκοτώσουν λιοντάρι από έμφραγμα.
Λοιπόν, το καφέ με τη μπλε πόρτα έκλεισε. Έφυγε η ξανθιά σε μια χώρα που δεν θα εκτίθετο σε τόσο ήλιο, ίσως να βρήκε κάποιον τελικά στις τόσες ερωτήσεις. Σχόλασαν οι παλιοί θαμώνες. Πουθενά μπλε πόρτα ή έστω κάποια νύξη της βαφής της. Ψάχνει το βλέμμα τη θέση του ταμείου, όπως τη θυμόταν. Αναζητάς στον χώρο, στον ίδιο χώρο, αλλά με διαφορετικά καθίσματα και διαφορετικό βάψιμο, τα παλιά σημάδια στους τοίχους, στο δάπεδο, στην οροφή. Σημάδια γνώριμα της παλιάς ζωής, της παλιάς στοργής. Τα χέρια σπρώχνονται να κρατηθούν το ένα από το άλλο, μην λυθούν στην ταραχή και ικετεύσουν την ξανθιά να ανοίξει από την αρχή το μαγαζί που μισούσες να βρίσκεσαι με όσους αγαπούσες.
Και σήμερα, βλέπεις, ζευγάρια Λυκείου να επιδίδονται εδώ μέσα σε γεωτρήσεις ο ένας στον λαιμό του άλλου, έχει και τώρα φλύαρους που μπουκώνονται μιλώντας. Διακρίνεις ανάλογους κοιλαράδες με τάση κνησμού. Όμως, εσύ θες τις παλιές ξύλινες καρέκλες με την πράσινη τσόχα, την ξηλωμένη στις άκρες από τα νύχια της αμηχανίας των ερωτευμένων.
Μυρίζει κι αυτό το μαγαζί χάλια από κάπνα, τσίκνα και λάτρα ανάκατης ομίχλης. Εσύ, όμως, θες το καφέ που αγάπησες να μισείς. Με συγκίνηση σέρνεις το πόδι σε μια ρωγμή του μωσαϊκού, την οποία αναγνώρισε το πόδι. Μπορεί και να κάνεις λάθος, αλλά εσύ συνεχίζεις να τρίβεις την πατούσα σου σαν να παρηγορείς τον χώρο για τις αλλαγές που υπέστη επί της απουσίας σου.
Σε κανέναν δεν άρεσε το καφέ, όπως δεν αρέσει και το σαντουιτσάδικο, αλλά σήκωνε την αγάπη της γειτονιάς με το στανιό, χειμώνα, καλοκαίρι. Σφίγγονται τα χέρια ιδρωμένα. Κλαίει το δέρμα στη συγκίνηση των αναθυμιάσεων. Σωριάζεστε ημιθανείς σε δυο καρέκλες. Ένα σάντουιτς γαλοπούλα κομμένο στη μέση, παρακαλώ κι ένα νεράκι!
Κοιτάς το πρόσωπό της. Μόλις που αχνοφαίνεται κάτω από την κάπνα και την τσίκνα. Οι ράγες δύο δεκαετιών σοβάντισαν χαραματιές αναίμακτες στο μάγουλό της κοντά στα μάτια. Κοιτάς το πρόσωπό της με λατρεία συμπόνιας. Πέρασαν χρόνια φυγής από το καφέ της γειτονιάς μας. Κανένας δεν θα το στήριξε όσο έπρεπε, αφότου φύγαμε. Μόλις τότε ερωτευμένοι! –«Έκλεισαν το καφέ μας», ψιθύρισε κι έπειτα βυθιστήκαμε σε μια θρηνητική σιωπή, λες και προμήνυε απώλεια η παύση της λειτουργίας του.
Θα είχε κλείσει καιρό φαίνεται, όσες νύχτες σχεδόν τα σώματά μας σταμάτησαν να έχουν ως μόνο σκοπό να καταλήγουν το ένα στο άλλο. Κάπου εκεί άρχισε γοερό το κλάμα, χωρίς να λέμε τίποτα, ενώ όλοι μας χάζευαν απορημένοι, μασώντας μπέικον και σαλάμι. Το βράδυ κοιμηθήκαμε αγκαλιά κάτω από το σεντόνι. Τρέμαμε σχεδόν. Σχεδόν προσευχόμασταν για συγγνώμη.
Ωστόσο, το πρωί φορέσαμε το κοστούμι της εικοσαετούς μας σχέσης και συνεχίσαμε να ζούμε σαν να μην πήγαμε ποτέ εκείνο το βράδυ στην παλιά γειτονιά με το καφέ «Η μπλε πόρτα».
Ένας άντρας και μια γυναίκα προχωρούν δίπλα ο ένας στον άλλο με τα χέρια τους αφοσιωμένα να αποφεύγουν τις μεταξύ τους συντηχήσεις.
Ένας άντρας και μια γυναίκα απλώς απομακρύνονται αδέσποτοι στην πόλη χωρίς μια μπλε πόρτα, κάπως να χωρέσουν ενωμένη τη θωριά τους.
Καφετέρια της σειράς με ξύλινες καρέκλες φθαρμένες. Μια μεγάλη αίθουσα, όλο καπνό και ρέμπελους που ρουφούν μερακλίδικους καφέδες, για να χασομερήσουν το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι. Ζευγαράκια Λυκείου φιλιούνται λαίμαργα με χείλη όλο σάλιο, αδέξια και νευρικά, ρουφώντας τον freddo espresso με κοινό καλαμάκι. Δαγκώνουν όποιο κομμάτι σάρκας προλάβουν. Το τελευταίο φιλί πριν πάνε στο φροντιστήριο, το φιλί που λήγει το ημίχρονο του έρωτα της μέρας. Λίγο πιο κει, οι συνταξιούχοι πίνουν τον γλυκύ βραστό, φωνασκώντας για τον φόρο κληρονομιάς και το σώμα που αφήνεται να σαλιαρίζει με το χώμα.
Μόλις ερωτευμένοι, διαβάζαμε ώρες ατέλειωτες ο ένας το πρόσωπο του άλλου με ευλαβική στοργή. Άκουγα τα σχήματα που συλλάβιζαν τα χείλη της σαν προσευχητάρι. Εκεί για χρόνια οι συναντήσεις ανάμεσα σε βιβλία, εκπτωτικές προσκλήσεις για συναυλίες, πίσω από στοίβες εφημερίδων μαζί με τα ένθετα που χρειαζόσουν σακούλα, για να τα κουβαλήσεις, ακουμπούσα το χέρι της και ονειρευόμουν κορφές.
Η ξανθιά πίσω από το μπαρ σήμα κατατεθέν. Δέρμα σκούρο που με τον πρώτο ήλιο έπαιρνε χρώμα καμένου πεύκου, αλλά το μαλλί συνέχιζε σε σουηδική μπογιά να λαμπυρίζει λουστραρισμένο λάκα. Η κυρία Ματίνα επί των δημοσίων σχέσεων, εμφανιζόταν πάντα ξαφνικά από το πουθενά και ρωτούσε κάθε πελάτη πάνω από σαράντα, αν είναι ελεύθερος ή παντρεμένος, ή αν είναι διατεθειμένος να χωρίσει άμεσα, αφού ατύχησε και παντρεύτηκε πριν τη γνωρίσει -αιώνιο φάνταζε το αστείο με τον σοβαρό του υπαινιγμό. Στρουμπουλή, καθώς ήταν, με το ζόρι χωρούσε στα στενά της φορέματα και όταν γελούσε έμοιαζε να γελά όλο της το κορμί με έναν, ομολογώ, αισθησιακό τρόπο. Τα βράδια της Παρασκευής έβλεπες και τον ψηλό κύριο με το γυαλιστερό μουστάκι και τα ψαρά μαλλιά που διάβαζε πάντα, ακόμα και στο σκοτάδι, το ίδιο βιβλίο ή τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν. Ο κύριος με τη μεγάλη κοιλιά που έξυνε το μαλλί του πάντα χαμηλά στα δεξιά σαν τικ και παράγγελνε κονιάκ τα απογεύματα συμπλήρωνε το φόντο της συνήθειας.
Εκεί τα χρόνια της φοιτητικής ανεμελιάς μοιρασμένα. Με βιαστικά χάδια τις καθημερινές και αργόσχολες διακριτικές θωπείες τα πρωινά της Κυριακής. Τόσα ασύμμετρα και ασουλούπωτα σουσούμια είχε αυτό το μαγαζί. Αναγκαστικά, λες, δούλευαν εκεί οι εργαζόμενοι, αναγκαστικά σε αγκάλιαζα εκεί, ελλείψει άλλου μέρους. Κι η διακόσμηση έπασχε και το σέρβις έπασχε, όλα ετοιμόρροπα. Ακόμα και η μπλε πόρτα ζωγραφισμένη στον τοίχο αυθαίρετα, σου φαινόταν πως έμπαζε. Το καφέ μύριζε άρωμα βανίλια και κάπνα που έκανε μαραθωνοδρόμο να αποκτά βήχα ασθματικού.
Το συνοικιακό καφέ με τη μπλε πόρτα και την ξανθιά μελαχρινή σήμα κατατεθέν της γειτονιάς και των ζευγαριών της γενιάς μας ήταν το στέκι μας, μέχρι που φύγαμε στην αρχή της χιλιετίας. Σηκώσαμε φτερά και βρήκαμε μακριά φωλιές. Πέρασαν χρόνια μακριά από το καφέ της γωνιάς του δρόμου με την κυρία Ματίνα την τσουμπωτή να φλερτάρει ασυστόλως στα πενήντα παρά πέντε της.
Η γειτονιά ερήμωσε από τους νεοσσούς της γενιάς μου. Σκάψανε αλλού καταφύγια για τις τροχιές τους. Πέρασαν χρόνια τα οποία βάρυναν στην πλάτη μας και γείρανε το κορμί μας προς το πέλμα.
Ένας άντρας και μια γυναίκα προχωρούν δίπλα ο ένας στον άλλο. Τα χέρια τους συγκρούονται, αλλά δεν τέμνονται. Στέκονται μπροστά σε μια βιτρίνα που καλεί τον πεινασμένο να κοπιάσει και να δοκιμάσει λιπαρές τροφές, αρκετές να σκοτώσουν λιοντάρι από έμφραγμα.
Λοιπόν, το καφέ με τη μπλε πόρτα έκλεισε. Έφυγε η ξανθιά σε μια χώρα που δεν θα εκτίθετο σε τόσο ήλιο, ίσως να βρήκε κάποιον τελικά στις τόσες ερωτήσεις. Σχόλασαν οι παλιοί θαμώνες. Πουθενά μπλε πόρτα ή έστω κάποια νύξη της βαφής της. Ψάχνει το βλέμμα τη θέση του ταμείου, όπως τη θυμόταν. Αναζητάς στον χώρο, στον ίδιο χώρο, αλλά με διαφορετικά καθίσματα και διαφορετικό βάψιμο, τα παλιά σημάδια στους τοίχους, στο δάπεδο, στην οροφή. Σημάδια γνώριμα της παλιάς ζωής, της παλιάς στοργής. Τα χέρια σπρώχνονται να κρατηθούν το ένα από το άλλο, μην λυθούν στην ταραχή και ικετεύσουν την ξανθιά να ανοίξει από την αρχή το μαγαζί που μισούσες να βρίσκεσαι με όσους αγαπούσες.
Και σήμερα, βλέπεις, ζευγάρια Λυκείου να επιδίδονται εδώ μέσα σε γεωτρήσεις ο ένας στον λαιμό του άλλου, έχει και τώρα φλύαρους που μπουκώνονται μιλώντας. Διακρίνεις ανάλογους κοιλαράδες με τάση κνησμού. Όμως, εσύ θες τις παλιές ξύλινες καρέκλες με την πράσινη τσόχα, την ξηλωμένη στις άκρες από τα νύχια της αμηχανίας των ερωτευμένων.
Μυρίζει κι αυτό το μαγαζί χάλια από κάπνα, τσίκνα και λάτρα ανάκατης ομίχλης. Εσύ, όμως, θες το καφέ που αγάπησες να μισείς. Με συγκίνηση σέρνεις το πόδι σε μια ρωγμή του μωσαϊκού, την οποία αναγνώρισε το πόδι. Μπορεί και να κάνεις λάθος, αλλά εσύ συνεχίζεις να τρίβεις την πατούσα σου σαν να παρηγορείς τον χώρο για τις αλλαγές που υπέστη επί της απουσίας σου.
Σε κανέναν δεν άρεσε το καφέ, όπως δεν αρέσει και το σαντουιτσάδικο, αλλά σήκωνε την αγάπη της γειτονιάς με το στανιό, χειμώνα, καλοκαίρι. Σφίγγονται τα χέρια ιδρωμένα. Κλαίει το δέρμα στη συγκίνηση των αναθυμιάσεων. Σωριάζεστε ημιθανείς σε δυο καρέκλες. Ένα σάντουιτς γαλοπούλα κομμένο στη μέση, παρακαλώ κι ένα νεράκι!
Κοιτάς το πρόσωπό της. Μόλις που αχνοφαίνεται κάτω από την κάπνα και την τσίκνα. Οι ράγες δύο δεκαετιών σοβάντισαν χαραματιές αναίμακτες στο μάγουλό της κοντά στα μάτια. Κοιτάς το πρόσωπό της με λατρεία συμπόνιας. Πέρασαν χρόνια φυγής από το καφέ της γειτονιάς μας. Κανένας δεν θα το στήριξε όσο έπρεπε, αφότου φύγαμε. Μόλις τότε ερωτευμένοι! –«Έκλεισαν το καφέ μας», ψιθύρισε κι έπειτα βυθιστήκαμε σε μια θρηνητική σιωπή, λες και προμήνυε απώλεια η παύση της λειτουργίας του.
Θα είχε κλείσει καιρό φαίνεται, όσες νύχτες σχεδόν τα σώματά μας σταμάτησαν να έχουν ως μόνο σκοπό να καταλήγουν το ένα στο άλλο. Κάπου εκεί άρχισε γοερό το κλάμα, χωρίς να λέμε τίποτα, ενώ όλοι μας χάζευαν απορημένοι, μασώντας μπέικον και σαλάμι. Το βράδυ κοιμηθήκαμε αγκαλιά κάτω από το σεντόνι. Τρέμαμε σχεδόν. Σχεδόν προσευχόμασταν για συγγνώμη.
Ωστόσο, το πρωί φορέσαμε το κοστούμι της εικοσαετούς μας σχέσης και συνεχίσαμε να ζούμε σαν να μην πήγαμε ποτέ εκείνο το βράδυ στην παλιά γειτονιά με το καφέ «Η μπλε πόρτα».
Ένας άντρας και μια γυναίκα προχωρούν δίπλα ο ένας στον άλλο με τα χέρια τους αφοσιωμένα να αποφεύγουν τις μεταξύ τους συντηχήσεις.
Ένας άντρας και μια γυναίκα απλώς απομακρύνονται αδέσποτοι στην πόλη χωρίς μια μπλε πόρτα, κάπως να χωρέσουν ενωμένη τη θωριά τους.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΑΣΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
O Τάσος Μιχαηλίδης είναι διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας και μεταδιδακτορικός ερευνητής του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου αναγορεύθηκε διδάκτορας (2016). Συμμετέχει σε πανελλήνια και διεθνή συνέδρια που άπτονται των ερευνητικών ενδιαφερόντων του, άρθρα και δοκίμιά του έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικά και λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ εργάζεται ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ου-20ου αιώνα), της θεωρίας της λογοτεχνίας, με έμφαση στον χώρο της αφηγηματολογίας και της συγκριτικής φιλολογίας. Σε επίπεδο παιδαγωγικής, ενδιαφέρεται ερευνητικά για ζητήματα διδακτικής των φιλολογικών μαθημάτων, ιδιαίτερα της λογοτεχνίας και του ρόλου της διεπιστημονικότητας ως εννοιολογικό εργαλείο στη σύγχρονη έρευνα.
Είναι, επίσης, λογοτέχνης και το 2012 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Σπαράγματα προσώπων από τις εκδόσεις του περιοδικού Manifesto. Τον Σεπτέμβρη του 2018 θα κυκλοφορήσει η δεύτερη ποιητική συλλογή του, Ασυνταξίες λαβυρίνθων, από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (Θευθ, manifesto, Έκφραση, τοβιβλιοnet, ποιείν, θράκα κ.α.) και ποιητικές ανθολογίες, ενώ έχει διακριθεί σε πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Παρνασσός, Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, Μεταπτυχιακό πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής κ.α.)
Αναλυτικότερα
1. Ποιητική συλλογή Ασυνταξίες λαβυρίνθων, Γκοβόστης, 2018. (υπό έκδοση).
2. Ποιητική συλλογή Σπαράγματα προσώπων, εκδόσεις manifesto, 2012.
3. Συμμετοχή σε συλλογικές ανθολογίες ποιημάτων:
α) Μορφές της κρίσης (2014), εκδόσεις Μολύβι, Θεσσαλονίκη.
β) Ανθολογία διαγωνισμού Μ. Σουλιώτη (2014), Πανεπιστήμιο Δ. Μακεδονίας, εκδόσεις Δίγαμμα, Θεσσαλονίκη.
γ) Ελικώνας 2015 (2016), εκδόσεις Momentum, Αθήνα.
Διακρίσεις
1. Διάκριση του ποιήματος «Ίσκιος Ανίσκιωτος» στον 5ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό διαγωνισμό Ελικών.
2. Διάκριση του ποιήματος «Ξενόφυγη μέρα» στον 1ο Διαγωνισμό «Μίμης Σουλιώτης» (2014) του μεταπτυχιακού προγράμματος Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
3. 1ο Βραβείο δοκιμίου για το δοκίμιο «Ο γραπτός λόγος και οι αφηγηματικές μεταμορφώσεις της συνείδησης» στον ΛΑ΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (2014) του Φιλολογικού Συλλόγου ‘Παρνασσός’.
4. Έπαινος για το ποίημα «Ψίχουλα σπαρμένα αγκάθια» στον 33ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (2014) της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
5. Διάκριση του ποιήματος «Εκβιασμένη έναρξη» στο λογοτεχνικό διαγωνισμό των εκδόσεων Μολύβι «Η προσωπογραφία της κρίσης».
6. 2ο Bραβείο για το ποίημα «Βομβαρδισμός υδάτων» στον 14ο Διαγωνισμό ποίησης Κελαινώ 2014.
7. 1ο Bραβείο ποίησης προβληματισμού για το ποίημα «Οι προσδιορισμένοι», στον 30ο Πανελλήνιο διαγωνισμό Σικελιανά 2014.
8. Διάκριση για το διήγημα «Οδηγίες οδικής ασφάλειας» στον διαγωνισμό του ηλεκτρονικού περιοδικού eyelands, 2013.
* * *
Είναι, επίσης, λογοτέχνης και το 2012 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Σπαράγματα προσώπων από τις εκδόσεις του περιοδικού Manifesto. Τον Σεπτέμβρη του 2018 θα κυκλοφορήσει η δεύτερη ποιητική συλλογή του, Ασυνταξίες λαβυρίνθων, από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (Θευθ, manifesto, Έκφραση, τοβιβλιοnet, ποιείν, θράκα κ.α.) και ποιητικές ανθολογίες, ενώ έχει διακριθεί σε πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Παρνασσός, Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, Μεταπτυχιακό πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής κ.α.)
Αναλυτικότερα
1. Ποιητική συλλογή Ασυνταξίες λαβυρίνθων, Γκοβόστης, 2018. (υπό έκδοση).
2. Ποιητική συλλογή Σπαράγματα προσώπων, εκδόσεις manifesto, 2012.
3. Συμμετοχή σε συλλογικές ανθολογίες ποιημάτων:
α) Μορφές της κρίσης (2014), εκδόσεις Μολύβι, Θεσσαλονίκη.
β) Ανθολογία διαγωνισμού Μ. Σουλιώτη (2014), Πανεπιστήμιο Δ. Μακεδονίας, εκδόσεις Δίγαμμα, Θεσσαλονίκη.
γ) Ελικώνας 2015 (2016), εκδόσεις Momentum, Αθήνα.
Διακρίσεις
1. Διάκριση του ποιήματος «Ίσκιος Ανίσκιωτος» στον 5ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό διαγωνισμό Ελικών.
2. Διάκριση του ποιήματος «Ξενόφυγη μέρα» στον 1ο Διαγωνισμό «Μίμης Σουλιώτης» (2014) του μεταπτυχιακού προγράμματος Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
3. 1ο Βραβείο δοκιμίου για το δοκίμιο «Ο γραπτός λόγος και οι αφηγηματικές μεταμορφώσεις της συνείδησης» στον ΛΑ΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (2014) του Φιλολογικού Συλλόγου ‘Παρνασσός’.
4. Έπαινος για το ποίημα «Ψίχουλα σπαρμένα αγκάθια» στον 33ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (2014) της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
5. Διάκριση του ποιήματος «Εκβιασμένη έναρξη» στο λογοτεχνικό διαγωνισμό των εκδόσεων Μολύβι «Η προσωπογραφία της κρίσης».
6. 2ο Bραβείο για το ποίημα «Βομβαρδισμός υδάτων» στον 14ο Διαγωνισμό ποίησης Κελαινώ 2014.
7. 1ο Bραβείο ποίησης προβληματισμού για το ποίημα «Οι προσδιορισμένοι», στον 30ο Πανελλήνιο διαγωνισμό Σικελιανά 2014.
8. Διάκριση για το διήγημα «Οδηγίες οδικής ασφάλειας» στον διαγωνισμό του ηλεκτρονικού περιοδικού eyelands, 2013.
* * *
ΑΝ ΘΕΣ ΚΑΙ ΣΥ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙΣ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ:
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ
ΚΑΙ ΣΤΗΝ
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΧΡΟΝΩΝ
ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
ΠΑΤΗΣΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου