Συνέντευξη με τη λογοτέχνιδα Γλυκερία Κακούρη - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ - Περιοδικό Κέφαλος

Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς.


ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

Συνέντευξη με τη λογοτέχνιδα Γλυκερία Κακούρη - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ




Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν (ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ έως 31/3/2019). Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία θα συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book. 
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη λογοτέχνιδα, Γλυκερία Κακούρη, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό της έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗ ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΚΑΚΟΥΡΗ

1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;

Λογοτεχνία είναι η τέχνη του λόγου, δηλ. το να μπορεί κάποιος να χειρίζεται με τέτοιο τρόπο τον λόγο, ώστε να αποδίδει υψηλά νοήματα με άρτια αισθητικά μορφή.

2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;

Η λογοτεχνία διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες του ανθρώπου, τον αφυπνίζει, τον προβληματίζει, τον ψυχαγωγεί, τον εξευγενίζει, τον κάνει περισσότερο Άνθρωπο.

3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;

Η πεζότητα της καθημερινότητας, η ρηχότητα στις ανθρώπινες σχέσεις, ο εκφυλισμός των αξιών πιστεύω ότι είναι κάποιοι από τους λόγους, που η ποίηση δεν συγκινεί τους ανθρώπους του σήμερα. Οι σύγχρονοι άνθρωποι προσδοκούν κάτι πιο απτό, που θα ικανοποιεί πρωτίστως τις υλικές τους ανάγκες. Δεν αποκλείεται στο μέλλον να επέλθει κάποια αλλαγή αλλά ως ένα βαθμό. Ανέκαθεν η ποίηση αγκάλιαζε μια μερίδα ευαίσθητων ανθρώπων, όχι το σύνολό τους.

4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;

Ποίηση για μένα είναι ο καθρέφτης της ψυχής του ανθρώπου. Η αποτύπωση συναισθημάτων, σκέψεων, καταστάσεων με τον πιο όμορφο, λιτό και εύστοχο τρόπο, που μιλά απευθείας στην καρδιά των αναγνωστών.

5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;

Ξεκίνησα να γράφω από πολύ μικρή ηλικία, από μαθήτρια δημοτικού σχολείου. Ήταν για μένα μια αγαπημένη ασχολία, που δεν εγκατέλειψα ποτέ και που με τον καιρό καλλιέργησα όσο μπορούσα. Μια έμφυτη ανάγκη να αποτυπώνω και να στηλιτεύω καταστάσεις που με προβλημάτιζαν. Ένας διαφορετικός τρόπος έκφρασης, επικοινωνίας και διαμαρτυρίας. Πλέον, δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς την ενασχόλησή μου με τη συγγραφή.

6. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας; 

Το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας, ο ήλιος που δύει πίσω από το βουνό, το παιδάκι που παίζει στην άμμο, ένα δάκρυ στην άκρη του ματιού, ο, τιδήποτε μικρό, ο,τιδήποτε μεγάλο, ασήμαντο ή όχι για τους άλλους, μπορεί να αποτελέσει για μένα την αφορμή για το ξετύλιγμα μιας ιστορίας. 

7. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;

Ασχολούμαι κυρίως με το μυθιστόρημα, γιατί μου αρέσει να χάνομαι στους δαιδαλώδεις δρόμους της ψυχής των ηρώων μου, να τους παρακολουθώ και να τους αφουγκράζομαι, να μπαίνω νοητά στη θέση τους και να προσπαθώ να εξηγήσω τα κίνητρα των πράξεών τους, μέχρι να έρθει η λύτρωση, η κάθαρση και η εξύψωση του ανθρώπου. Η πλοκή ενός μυθιστορήματος αποτελεί για μένα ένα μαγευτικό ταξίδι σε άλλους τόπους και χρόνους παρέα με ανθρώπους, που προσπαθούν να ανταποκριθούν ή να υπερβούν το κοινωνικό γίγνεσθαι.

8. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.

Μου αρέσει να πειραματίζομαι με διάφορα είδη του λόγου, ποίηση και πεζογραφία. Ποιήματα και διηγήματά μου έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικές εκδόσεις, ημερολόγια και λογοτεχνικά περιοδικά.  
Ακόμη, ασχολούμαι με παραμύθια και ιστορίες για μικρά παιδιά και εφήβους. Έχει εκδοθεί ένα παραμύθι μου «Ο Τεμπελάκος» (Δυάς εκδ.2011), χιουμοριστικό και διδακτικό, το οποίο αγαπήθηκε πολύ από τα παιδιά, κάθε φορά που το παρουσίαζα σε βιβλιοθήκες και σχολεία. 
Μ’ενδιαφέρει επίσης η συγγραφή θεατρικών έργων, κάτι που μου προσφέρει την άμεση επαφή με το κοινό, κάθε φορά που ανεβαίνει μια ερασιτεχνική ή μαθητική θεατρική παράσταση.
Η μεγάλη μου αγάπη είναι το μυθιστόρημα. Ήρωες που αγωνίζονται να κερδίσουν την προσωπική τους ελευθερία, να υπερασπιστούν τα «πιστεύω» τους και να διατηρήσουν αλώβητη τη συνείδησή τους, ακόμη κι αν χρειαστεί να συγκρουστούν με ό,τι θεωρείται κοινώς αποδεκτό. Κοινωνικά θέματα, όπως η διαφορετικότητα, η ξενοφοβία, ο ρατσισμός, η ενδοοικογενειακή βία, ο συντηρητισμός, η κρίση στις ανθρώπινες σχέσεις είναι κάποια από τα θέματα, που διαπραγματεύομαι στα βιβλία μου. Η περιγραφή επίσης του τόπου, του χρόνου και των συνθηκών, όπου ζουν και κινούνται οι ήρωές μου, συντελούν στην πληρέστερη απόδοση της ψυχολογίας τους και των συναισθηματικών τους μεταπτώσεων. Η Ελλάδα του χθες και του σήμερα είναι κατά κύριο λόγο ο τόπος, που διαδραματίζονται τα γεγονότα. Ο οικουμενικός Άνθρωπος είναι ο πρωταγωνιστής. Η εσωτερική ελευθερία και η ψυχική γαλήνη, ο απώτερος σκοπός του.
Το πρώτο μου μυθιστόρημα τιτλοφορείται «Ανάμεσα σε δύο κόσμους» (εκδ.Ερωδιός, 2005) και περιγράφει τη ζωή μιας ηρωίδας, που μεγαλώνει σε συντηρητική κοινωνία και χρειάζεται να έρθει σε σύγκρουση με το περιβάλλον και τους ανθρώπους, που αγαπά, όταν ερωτεύεται έναν νέγρο. Μια σύγκρουση που κατά βάση είναι εσωτερική, την οδηγεί σε πράξεις, που ποτέ δεν θα επιχειρούσε και που κουβαλά το «μίασμά» τους για μια ολόκληρη ζωή, μέχρι να επέλθει η λύτρωση και η αποδέσμευση από τις απαγορεύσεις, που τις επέβαλε ο ίδιος της ο εαυτός.
Το δεύτερο μυθιστόρημα «Περιμένοντας την Άνοιξη» (εκδ.Ερωδιός, 2010), εστιάζει στις σχέσεις μεταξύ γηγενών και οικονομικών μεταναστών, στα προβλήματα που δημιουργούνται από τη συνύπαρξή τους, αλλά και στην ανάδειξη του μεγαλείου της ανθρώπινης ψυχής ανεξαρτήτως καταγωγής και θρησκεύματος. Πρωταγωνιστής ένας ευαίσθητος άνθρωπος, που αγωνίζεται να αποδεχτεί τους «άλλους» ως ίσους δοκιμάζοντας τα όρια της αντοχής του με την ανταπόκρισή του στον έρωτα μιας λαθρομετανάστριας.
Το τρίτο μου μυθιστόρημα «Ένοχες Σιωπές» (Δυάς εκδ. 2014) θίγει την υποκρισία, τον κατ’επίφαση συντηρητισμό και τα εγκλήματα που διαπράττονται και παραμένουν στην αφάνεια πίσω από τους τοίχους σιωπής. Κανείς δεν μπορεί να υποπτευθεί τον χαμογελαστό γείτονά του για την απαράδεκτη συμπεριφορά του απέναντι στην οικογένειά του, κι όσοι τον υποπτεύονται, σιωπούν. Η νεαρή καθηγήτρια που καταφτάνει στο χωριό και προσπαθεί να αφυπνίσει τις γυναίκες-θύματα τέτοιων καταστάσεων βρίσκεται αντιμέτωπη με το μένος των χωρικών, επειδή διασάλευσε την τόσο προσεχτικά φτιαγμένη εικόνα του χωριού τους. Μόνο η συνειδητοποίηση του δικαιώματος της αξιοπρέπειας και του αυτοσεβασμού μπορεί να οδηγήσει στην εσωτερική ελευθερία.
Το τέταρτο μυθιστόρημα με τίτλο «Έδωσα Υπόσχεση» (εκδ.Ανάτυπο, 2017) είναι ιστορικό και βασίζεται στην αληθινή ιστορία μιας οικογένειας προσφύγων από την Καππαδοκία. Η αναζήτηση υλικού για έναν μακρινό τόπο και μια άλλη εποχή ήταν κάτι, που εξίταρε το ενδιαφέρον μου, και με βοήθησε να δω μέσα από άλλο πρίσμα τους χαρακτήρες και τον τρόπο σκέψης αλλοτινών ανθρώπων. Ταξίδεψα μαζί τους στην Καππαδοκία, γνώρισα τα ήθη και τα έθιμά τους, ένιωσα τον πόνο τους, όταν αναγκάστηκαν να αφήσουν την πατρίδα τους και τους ακολούθησα στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης, όπου προσπάθησαν να ξαναχτίσουν τη νέα τους ζωή. Το ιδιαίτερο έθιμο των νηπιακών αρραβώνων, η απώλεια αγαπημένων προσώπων, το δράμα της μικρασιατικής καταστροφής και ο πόλεμος του 1940 είναι μερικά μόνο από τα γεγονότα, που ξεδιπλώνονται στο βιβλίο ανάμεικτα με την απαραίτητη μυθοπλασία. Θα το χαρακτήριζα ένα βιβλίο-ύμνο στην προσφυγιά, γι αυτό και το αφιέρωσα στους πρόσφυγες όλου του κόσμου. Μάλιστα, την περσινή σχολική χρονιά διασκεύασα θεατρικά το βιβλίο για τους μαθητές μου και η ομώνυμη θεατρική παράσταση ανέβηκε στο τέλος της χρονιάς στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ο ενθουσιασμός των παιδιών γι αυτό το εγχείρημα, η αγάπη τους και το μεράκι τους, η συγκίνηση των θεατών και η έκπληξή τους για το άρτιο αποτέλεσμα είναι κάτι που με κάνει να αισθάνομαι περήφανη.

9. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;

Μια ώρα δική μου, οποιαδήποτε ώρα που θα μπορώ να έχω την απαραίτητη ηρεμία για να μπορέσω να συγκεντρωθώ, χωρίς αυτό να γίνεται εις βάρος της οικογένειάς μου και των άλλων υποχρεώσεών μου. Συνήθως τα μεσημέρια ή αργά το βράδυ, όταν επικρατεί ησυχία. 

10. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;

Δε νομίζω ότι είναι διαφορετική από τη ζωή ενός οποιουδήποτε ανθρώπου, αφού κι ο λογοτέχνης αποτελεί μέλος της ίδιας κοινωνίας. Αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα, έχει τις ίδιες ανησυχίες. Ίσως είναι περισσότερο ευαίσθητος πάνω σε κάποια θέματα και μέσα από την πένα του προσπαθεί να περάσει το δικό του μήνυμα, τη δική του πινελιά αισιοδοξίας ή ανησυχίας εκφράζοντας τον παλμό όλης της κοινωνίας και κεντρίζοντας το ενδιαφέρον κάποιων αδιάφορων και επαναπαυμένων.

11. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;

Ως προς την ποσότητα θα την χαρακτήριζα πλούσια, αν σκεφτεί κανείς ότι βρισκόμαστε σε περίοδο κρίσης. Ως προς την ποιότητα δεν μπορώ να εκφράσω γνώμη, αφού δεν έχω ολοκληρωμένη εικόνα. Προφανώς και υπάρχουν αξιόλογοι λογοτέχνες, λιγότερο ή περισσότερο γνωστοί. Το ζητούμενο είναι να αγαπήσουν τη λογοτεχνία οι νέοι, να εκτιμηθεί και να συνεχιστεί η πλούσια λογοτεχνική μας παράδοση.


12. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;

Νομίζω ότι σ’αυτή την περίπτωση παίζει σπουδαίο ρόλο η προβολή του βιβλίου από τα ΜΜΕ, το όνομα του συγγραφέα και το θέμα που διαπραγματεύεται. Best Seller μπορεί να γίνει τόσο ένα αξιόλογο βιβλίο όσο και ένα μέτριο, αν υπάρξουν ευνοϊκές συγκυρίες.

13. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε; 

Θα επέλεγα το έντυπο, γιατί με αυτό μεγάλωσα. Μ’αρέσει να επισκέπτομαι βιβλιοθήκες και να ξεφυλλίζω βιβλία. Ωστόσο, δεν λέω όχι και στο ηλεκτρονικό βιβλίο, γιατί έχει αρκετά πλεονεκτήματα, φτάνει να εξοικειωθείς μαζί του.

14. Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;

Θα του έλεγα να συνεχίσει να καλλιεργεί το χάρισμά του, αλλά να μην βιάζεται. Να περιμένει την κατάλληλη στιγμή, που θα ωριμάσει η ιδέα μέσα του, ώστε να μπορέσει να την αποδώσει με τον καλύτερο τρόπο. Κι αν θελήσει να δημοσιοποιήσει το έργο του, δεν χρειάζεται να απογοητευτεί με την πρώτη απόρριψη. Ούτε να θυσιάσει την ποιότητα για εμπορικούς λόγους. Από τη στιγμή που το έργο θα αποτελεί αποτύπωση της ψυχής του, θα μπορέσει να μιλήσει απευθείας στην καρδιά των αναγνωστών.

15. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι οι κλασικοί ξένοι συγγραφείς, (Ουγκώ, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι κ.α), και οι Έλληνες, που εμπλούτισαν την λογοτεχνία μας: Ξενόπουλος, Μυριβήλης, Βενέζης, Πολίτης, Καραγάτσης, Καζαντζάκης, Σαμαράκης και τόσοι άλλοι. Αγαπώ τα βιβλία τους, τον τρόπο γραφή τους, τα θέματα που διαπραγματεύονται. Επίσης, μ’ αρέσει και η σύγχρονη λογοτεχνία (Καρυστιάνη, Γαλανάκη). Φυσικά δεν απορρίπτω τα βιβλία νεότερων και λιγότερο γνωστών λογοτεχνών. Μπορώ να διαβάσω ο,τιδήποτε μου κινήσει το ενδιαφέρον.

16. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;

Θα αναφέρω ενδεικτικά κάποια από αυτά: «Η ζωή εν τάφω» του Μυριβήλη, «Ματωμένα χώματα» της Σωτηρίου, «Η αίθουσα του θρόνου» του Αθανασιάδη, «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη, «Το λάθος» του Σαμαράκη. 

17. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;

Όσο είμαι καλά, όσο νιώθω ότι έχω κάτι να πω, θα γράφω. Κάνω σχέδια για νέα μυθιστορήματα, για παραμύθια, για θεατρικά έργα. Έχω πολλές ιδέες και περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να τις αξιοποιήσω. Πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος που γράφει, είναι ανήσυχο πνεύμα και ποτέ δεν σταματά να κάνει όνειρα.

*     *     *





ΕΒΡΕΧΕ…
(της Γλυκερίας Κακούρη)

Έβρεχε.
Δεν είχα χρόνο.
Περπατούσα βιαστικά.
Ένα χεράκι τράβηξε το ακριβό παλτό μου.
Γυμνά ποδαράκια τσαλαβουτούσαν στα νερά.
Σας είπα, δεν είχα χρόνο.
Το κεφαλάκι στράφηκε προς το μέρος μου.
Βρώμικο προσωπάκι με καθαρή ματιά.
Με κοίταξε επίμονα.
Με κοίταξε ίσια στα μάτια.
Με αφόπλισε.
Σας είπα, δεν είχα χρόνο. Βιαζόμουν.
Έβρεχε ασταμάτητα, έπρεπε να φύγω.
Τα μαλλιά μου! Μόλις είχα βγει απ’ το κομμωτήριο!
Τα μάτια του! Μόλις με είχανε αφοπλίσει!
Τι θες, χρυσό μου; Δεν έχω χρόνο, δεν έχω ψιλά.
Έσφιγγε δυο πακέτα χαρτομάντιλα στο χέρι.
Και με κοιτούσε με λαχτάρα.
Η βροχή είχε λούσει τα μαλλιά του.
Λεκιασμένες σταγόνες κυλούσαν στα μάγουλά του.
Και με κοιτούσε.
Εκλιπαρούσε.
Δε θυμάμαι αν άνοιξα το πορτοφόλι μου.
Δε θυμάμαι καν αν κοντοστάθηκα.
Έβρεχε.
Σας είπα, δεν είχα χρόνο.
Τα ματάκια με κοιτούσαν επίμονα.
Κι εγώ βιαζόμουν να αποδεσμευτώ…
Αφού σας είπα…
Τι σας είπα; Χρόνο είχα, μάλλον μου έλειπε η καρδιά…






ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ…
(της Γλυκερίας Κακούρη)

-Φτάσαμε;

Ποτέ δεν άκουσα πιο καθαρή φωνή.
Ποτέ δεν είδα τη λαχτάρα τόσο υπαρκτή,
όσο στα παιδικά του μάτια.

Ξεκίνησαν μια μέρα-δεν τη θυμούνται πια.
Σβησμένη η πρότερη ζωή, άδηλο το μέλλον.
Ταξίδευαν καιρό.
Πέρασαν περιπέτειες πολλές.
Σαν τους Αργοναύτες.
Σαν τους ανυπεράσπιστους συντρόφους του Οδυσσέα.

Μόνο που εκείνος δεν ήρθε μαζί τους.
Τους είχε εγκαταλείψει σε μια έρημη ακρογιαλιά
μειδιώντας αινιγματικά.
Έφυγε μ’ ένα σακί φλουριά στον ώμο για την Ιθάκη του.
Η δικιά τους Ιθάκη ποια ήταν;
Αυτή που άφησαν πίσω ή αυτή που σκόπευαν να βρουν;
Διωγμένοι απ’ όλους, ξεχασμένες ψυχές.
Αόρατες και ενοχλητικές.
Μιασμένες.

Μονάχα έναν ασκό είχαν μαζί τους για οδηγό.
Δίκαιη ανταλλαγή.
Ξεχείλιζε από υποσχέσεις,
μάντευαν τη λάμψη τους στο στόμιό του.

-Φτάνουμε;
-Λίγο ακόμα, μικρέ μου… Λίγο ακόμα.

Αδίστακτοι Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες
καρτερούσαν στα σύνορα.
Ζητούσαν να δουν το χαρτί,
που κανείς δεν ήταν αρμόδιος να υπογράψει.
Στράγγιζαν τους ανθρώπους
και δεν χόρταιναν με τα κέρματα του ιδρώτα,
δεν ξεγελιούνταν με ψεύτικα τεχνάσματα,
δεν μεθούσαν με κόκκινο κρασί.
Ξεδιψούσαν μόνο με κόκκινο αίμα.
Αίμα αθώων,
αίμα παιδιών.

-Λίγο ακόμα, και φτάνουμε…

Η Κίρκη τους περίμενε στη γωνία χαιρέκακα,
η Σκύλλα και η Χάρυβδη γελούσαν σαρκαστικά.
Μόνο λωτούς δεν βρήκαν πουθενά.
Λωτούς για να ξεχάσουν.

-Λίγο ακόμα, μικρέ μου…

Άστραψε ξάφνου ο ουρανός.
Το παιδί κρύφτηκε με τρόμο στην αγκαλιά της μητέρας του.
Η βάρκα έμπαζε από παντού,
σωσίβια των ψυχών τα ναυαγισμένα όνειρα.
Άνοιξε μονάχος ο ασκός,
έφυγαν σαν κυνηγημένες
οι αγορασμένες ελπίδες.

-Θα φτάσουμε;…



ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ
(της Γλυκερίας Κακούρη)

Το βήμα του ασταθές. Όχι, η άμμος ήταν ασταθής. Δεν του επέτρεπε να περπατήσει σωστά. Γλιστρούσαν κάτω από τις γυμνές πατούσες του δεκάδες μικρά πετραδάκια, βούλιαζε το πέλμα του ως τον αστράγαλο και για να ανακτήσει την ισορροπία του, έπρεπε να διαγράψει μια ελλειπτική τροχιά με το άλλο πόδι. Αστείο θέαμα, αλήθεια. Δίπλα του μικρά παιδιά έτρεχαν με σιγουριά. Αυτός δυο φορές κόντεψε να πέσει.
   Η θάλασσα φάνταζε ακόμη μακριά. Κάποια ακανθερά φυτά έκαναν δυσκολότερη τη διαδρομή. Μάτωσε η πατούσα του και τινάχτηκε απότομα, ακουμπώντας πάνω σ’ ένα τσιμεντένιο πεζούλι, απομεινάρι κάποιας παλιάς αποβάθρας. Του ξέφυγε μια βρισιά. Νόμισε ότι όλο το σύμπαν είχε συνωμοτήσει εναντίον του για να γίνει ο περίγελος της κατάμεστης παραλίας. Ακόμη και τα παιδιά τον κορόιδευαν για τον ασταθή βηματισμό του. Η άμμος έφταιγε, όχι ο ίδιος, δε μπορούσαν να το αντιληφθούν;
   Φρενιασμένος από τον ίδιο το συλλογισμό του, άρπαξε ένα γυάλινο μπουκάλι με νερό, που το φυλούσε στην πλαϊνή θήκη του σάκου του, και το χτύπησε με δύναμη στο τσιμέντο. Ένα κρακ ακούστηκε και τα θραύσματα του γυαλιού σκορπίστηκαν στην άμμο. Απόμεινε το άλλο μισό σπασμένο μπουκάλι μετέωρο στο χέρι του. 
   Δεκάδες έντρομα μάτια στράφηκαν προς το μέρος του. Μια μάνα, που είχε αφήσει το στρουμπουλό μωρό της να παίζει στην άμμο, το τράβηξε προς το μέρος της. Μια άλλη άρχισε να μαζεύει τις ψάθες και την ομπρέλα φωνάζοντας στα παιδιά της ότι είναι ώρα να φύγουν. Τόσο φόβο προκάλεσε; Τόση δύναμη είχε ένα σπασμένο μπουκάλι; Το σήκωσε απειλητικά προς τον ουρανό, αλεξικέραυνο, που έδιωχνε μακριά τους ανθρώπους.
   Σε λίγο είχε αδειάσει γύρω του η παραλία. Μονάχα κάποια ξεχασμένα αντικείμενα έμειναν μισοθαμμένα στην άμμο. Ένα φτιαράκι, ένα ξεφούσκωτο σωσίβιο, ένα μισοσκισμένο παραμύθι. Μάζεψε τους θησαυρούς του με ένα αδιόρατο χαμόγελο και περπάτησε ως το γιαλό. Πέταξε το σάκο του, άπλωσε την πετσετούλα του και βάλθηκε να εξετάζει τα ευρήματά του. Για κάθε ενδεχόμενο, κράτησε δίπλα του το σπασμένο μπουκάλι ρίχνοντας κλεφτές ματιές εδώ κι εκεί.
   Το σωσίβιο δεν είχε τη δύναμη να το φουσκώσει, το φτυαράκι όμως, κάτι του θύμιζε. Κάτι από τα παλιά. Ίσως, ένα μακρινό καλοκαίρι σε μια χρυσή παραλία. Ίσως, κάτι μακρινά γέλια και κάποια μουρμουρητά… Κι έναν πύργο χρυσό, όπου θα έβαζε τη μητέρα του για να μη του φύγει… Κι ύστερα; Κοίταξε έντρομος το παραμύθι. «Το κορίτσι με τα σπίρτα.». Αναγνώρισε τον τίτλο, κι ας ήταν γραμμένο σε άλλη γλώσσα. Αναγνώρισε την εικονογράφηση… Μια ζεστή φωνή και λίγα δάκρυα, που μούσκευαν το μαξιλάρι… Λίγη αγάπη, τόση δα, έστω και τόση… Ένα ζητιανάκι αγάπης, που έψαχνε τη λύτρωση στα σπίρτα…
   Έκλεισε το παραμύθι και άρχισε να ψαχουλεύει τρέμοντας το σάκο του. Τα τσιγάρα του, τα σπίρτα του, τα σακουλάκια του με τις μεθυστικές ευωδιές… Τα χρήματά του είχαν τελειώσει. Δεν πειράζει… Δεν θα γύριζε στο κατάλυμά του απόψε. Αισθανόταν τόσο καλά δίπλα στη θάλασσα, τόσο ανάλαφρα…
   Εξάλλου, κανείς δεν θα τον αναζητούσε. Χαμογέλασε μηχανικά. Ποιος να τον αναζητήσει; Ούτε ο ίδιος δε θυμόταν από ποια χώρα ήρθε. Κι ούτε θυμόταν τη χώρα, που τον φιλοξενούσε το τελευταίο διάστημα. Μόνο να φύγει ήθελε από το περιβάλλον, που τον πονούσε, και δεν τον ενδιέφερε ο προορισμός. Είχε σημασία; Κι εδώ, δίπλα στη θάλασσα καλά ήταν. Μια χαρά ήταν!
   Τα κρωξίματα των γλάρων πάνω από το κεφάλι του διέκοπταν πού και πού το λήθαργό του. Χαμογέλασε ξανά. Ένιωθε τόσο ωραία σαν χαμογελούσε! Σα μικρό παιδί.
   Ο φλοίσβος της θάλασσας έφτανε μελωδικά στ’ αυτιά του, το κύμα άγγιξε τα πόδια του. Ανατρίχιασε. Η θάλασσα τον έλκυε κοντά της διεγείροντας όλες τις αισθήσεις του. Σηκώθηκε και χώθηκε στην αγκαλιά της. Το νερό του χάιδεψε τα μαλλιά, τον νανούρισε, όπως κανείς άλλος. Τα χρώματα του ήλιου μπλέχτηκαν με το τραγούδι της θάλασσας και τον έκαναν δικό τους. Παιδί αγαπημένο, παιδί άξιο προσοχής. 
   Πόσο καιρό είχε να νιώσει ασφαλής, προστατευμένος, να γευτεί ένα χάδι στοργής, να του χαριστεί άνευ όρων μια λέξη αγάπης… Ό,τι δεν κατάφεραν οι άνθρωποι μια ολόκληρη ζωή, το κατάφερε εκείνη, η μεγάλη μητέρα μέσα σε λίγα λεπτά…

   Βγήκε ανανεωμένος. Δυνατός. Ναι, τώρα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον κόσμο. Ήταν έτοιμος για όλα.
   Περπάτησε σταθερά πάνω στην κινούμενη άμμο. Έφτασε στις σκάλες και ανέβηκε στο πεζοδρόμιο. Σα να τον αποσυντόνισε μια μικρή ζαλάδα, αλλά δεν έδωσε σημασία. Θα ζούσε, θα απολάμβανε το υπόλοιπο της ημέρας, γιατί είχε πολλή αγάπη μέσα του, η θάλασσα του είχε μεταγγίσει αγάπη και ήταν πρόθυμος να την χαρίσει απλόχερα στους άλλους.
   Τα φώτα θάμπωσαν τα μάτια του, είχε νυχτώσει. Οι άνθρωποι περπατούσαν παρέες-παρέες, μπαινόβγαιναν στα πολυθόρυβα beats bars  με τους πολύχρωμους προβολείς, που αναβόσβηναν, ή κάθονταν σε ήσυχες ψαροταβέρνες απολαμβάνοντας θαλασσινές λιχουδιές ή ακόμη έτρωγαν καλαμπόκι ή λουκουμάδες στα παγκάκια προσέχοντας τα παιδιά τους, που έπαιζαν στην παιδική χαρά. Αυτόν, όμως, κανένας δεν τον πρόσεχε. 
   Σε όποια παρέα κι αν πλησίαζε, εισέπραττε βλέμματα αποδοκιμασίας και απόρριψης. Αυτός ήταν ο παρείσακτος και οι άλλοι οι εκλεκτοί. Το μίασμα που τους μόλυνε την παραλία. Δεν είχε σπίτι; Δεν είχε οικογένεια; Ή τέλος πάντων, δεν υπήρχε κάποιος Θεός προσαρμοσμένος στα μέτρα του, να φροντίσει και γι αυτόν;
   Ίσως έφταιγε, που όλοι ήταν περιποιημένοι, οι γυναίκες χτενισμένες και βαμμένες, μέσα σε αέρινα φορέματα, οι άντρες φρεσκοξυριμένοι, με ομοιόμορφες βερμούδες και μακό μπλουζάκια ή πουκάμισα, κι εκείνος σαν τη μύγα μες στο γάλα, αχτένιστος, βρεγμένος, εκτεθειμένος στα κοφτερά βλέμματα, μ’ ένα ξεφτισμένο μαγιώ να καλύπτει τη γύμνια του.
   Ίσως έφταιγε το απόκοσμο βλέμμα του, το αφηρημένο και αφελέστατο συνάμα, εκείνο το βλέμμα το αθώο, που εισχωρεί στα έγκατα της ψυχής και τους ενοχλεί όλους, τους κάνει εχθρούς, τους κάνει να φοβούνται να αντικρίσουν την αλήθεια και το βάζουν στα πόδια εφευρίσκοντας ψεύτικες δικαιολογίες.
   Ίσως πάλι έφταιγε, εκείνο το ξεχασμένο σπασμένο μπουκάλι, που κρατούσε ακόμη στο χέρι του, πολύτιμο λάφυρο, εχέγγυο προστασίας, φυλαγμένο ως κόρη οφθαλμού ή απλά ένα κομμάτι των αποσκευών του, που δε σκέφθηκε να το βάλει στο σάκο του ή να το πετάξει σε κάποιον κάδο.
   Πάσχιζε να προφέρει τη λέξη «βοήθεια», μα αδυνατούσε να αρθρώσει τα γράμματα στη σωστή σειρά. Άπλωνε το χέρι για να στηριχτεί κάπου, μα ξαφνικά, μέσα σε τόση κοσμοσυρροή, δεν υπήρχε κανείς δίπλα του, άδειασαν και τα beats bars και οι ταβέρνες και τα παγκάκια, και όλοι οι άνθρωποι πέταξαν μακριά του, φοβισμένες ψυχές που απομακρύνθηκαν για να σωθούν, αντικαταστάθηκαν με ψυχρά, κινούμενα φώτα, που τον θάμπωναν, τον τύφλωναν, τον οδηγούσαν στο μόνο δρόμο, όπου μπορούσε να βρει τη σωτηρία.
   Κατέβηκε παραπατώντας στην έρημη αμμουδιά, παράτησε το σπασμένο μπουκάλι και συνέχισε να περπατά ως την άκρη της θάλασσας. Σκοτεινή και ήσυχη, λιμάνι για τα κουρασμένα μάτια του. Η αύρα της του χάιδεψε το πρόσωπο, χαμογέλασε ευχαριστημένος. Πόσο όμορφα αισθανόταν κοντά της, πόσο άβολα κοντά στους ανθρώπους. Κάθισε στη βρεγμένη άμμο και άπλωσε τα πληγιασμένα πόδια του στο νερό. Ανακουφίστηκε. Το μόνο που του έλειπε ήταν λίγη συντροφιά, έστω μια μικρή παρηγοριά σ’ αυτή τη μαύρη απεραντοσύνη.
   Ξάφνου, άνοιξε το σάκο του και τον αναποδογύρισε βιαστικά. Βρήκε τα σπίρτα και τα τσιγάρα του και τους πολύτιμους θησαυρούς του. Άρχισε να καπνίζει με λαχτάρα, να ρουφά τον καπνό λες και ήθελε να ρουφήξει μέσα του κάθε πικρή σταγόνα ζωής, που του γλιστρούσε σταδιακά από τα χέρια χωρίς να μπορέσει ποτέ να την καταλάβει.
   Και τότε κύλησε το δάκρυ, αργό στην αρχή, δυσκίνητο και βαρύ, από την χρόνια αναμονή. Έβρεξε τα χείλη του, έφτασε στα βάθη της καρδιάς του κι ύστερα-έχοντας εκπληρώσει την αποστολή του-έσταξε στη βρεγμένη άμμο. Ακολούθησαν κι άλλα ύστερα από αυτό, καυτά και πικρά, βαρυγκομώντας από το πλήθος των παραπόνων και των στεναγμών, που κουβαλούσαν ολάκερη ζωή.
   Βιάζονταν οι παλάμες του να σβήσουν τα δάκρυα που έτρεχαν, να μη ντροπιαστεί μπροστά στη μητέρα θάλασσα, κι έπειτα, να σβήσουν-αν μπορούσαν-και τις τρύπες στα χέρια του, που έχασκαν από καιρό ανοιχτές, προσπαθώντας να διοχετεύσει από κει το ελιξήριο της ευτυχίας, που δεν μπορούσε να βρει πουθενά αλλού, όσο κι αν είχε ψάξει.
   Μάταιος κόπος, το ήξερε ότι ήταν ανίκανος να βοηθήσει τον εαυτό του. Έτρεμε ολόκληρος από τη στέρηση αυτών που πραγματικά είχε ανάγκη. Του τέλειωσαν τα τσιγάρα, του έμειναν τα σπίρτα. Άναψε ένα σπίρτο, σα να ήταν η τελευταία ελπίδα που του απέμεινε, ο τελευταίος λόγος για να κρατηθεί στη ζωή.
   Η φλόγα μπροστά στα μάτια του ήταν πρόκληση και συντροφιά. Ήταν η δική του τρεμουλιαστή καρδιά. Ο καιρός του έκανε τη χάρη και σταμάτησε το αεράκι. Η φλόγα του σπίρτου κατέβηκε σταδιακά ως το δάχτυλό του προσφέροντάς του το λιγοστό φως του μέχρι την τελευταία στιγμή.
   Όταν έσβησε, σκοτείνιασαν τα πάντα. Η θάλασσα φαινόταν κατάμαυρη και ο ουρανός είχε αδειάσει από αστέρια. Ασφυκτιούσε.
   Ξανάναψε κι άλλο, και φώτισε το χαμόγελο στα χείλη του. Το παρακολουθούσε με αγωνία ως την ύστατη αναλαμπή. Μόλις έσβησε, ξανάναψε τρίτο. Λικνίζονταν στο φως τους αναμνήσεις του παρελθόντος, ξεφτισμένες και πολύτιμες, με ελάχιστη διάρκεια, όσο η φλόγα ενός σπίρτου. Τόσο λίγο χάρηκε. Τόσο λίγο έζησε.
   Τα λιγοστά παραμύθια της μάνας δεν πρόλαβαν να ζεστάνουν την καρδιά του. Η φιγούρα της χάθηκε νωρίς από τα όνειρά του. Οικογένεια δεν υπήρξε. Φίλοι και δάσκαλοι ανέτειλαν και έδυσαν, πριν γίνουν κομμάτι της ψυχής του. Και όσους πίστεψε, τον πρόδωσαν. Σε όσους τόλμησε να ανοίξει την καρδιά του, τον αντάμειψαν με δηλητήριο. Γι αυτό κι εκείνος την κράτησε κλειστή. Κι έπειτα στράφηκε σε λάθος πηγή…
   Τι ωραία που φωτίζει η μικρή φλόγα τον ουρανό και τη θάλασσα, πόσο ωραία χρωματίζει την άμμο… Τι όμορφα χρώματα καθρεφτίζονται στα μάτια του σαν κρατά μια φλογίτσα στην χούφτα του. Τι χαρά μπορεί να προξενήσει κάτι τόσο απλό σε μια νεαρή, πληγωμένη καρδιά…
   Θαμπώνουν τα μάτια του, ακουμπά το κεφάλι του στην άμμο. Λίγα σπίρτα του έχουν απομείνει… Ο ουρανός τον προστατεύει από ψηλά, και κει, στην άκρη του, σα να διακρίνει τη λάμψη ενός αστεριού που πέφτει. Ο παφλασμός του νερού συνεχίζει να τον νανουρίζει γλυκά και η θαλασσινή αύρα του προσφέρει το ύστατο δροσερό της χάδι. Είναι τόσο ευτυχισμένος, τόσο ευτυχισμένος…

   Το πρωί οι ψαράδες εντοπίζουν το πτώμα ενός νεαρού άνδρα στην ακρογιαλιά. Δίπλα του ένας μισάνοιχτος σάκος με ασυνήθιστα αντικείμενα για την ηλικία του. Ένα φτυαράκι, ένα σωσίβιο, ένα παραμύθι… Ένα άδειο πορτοφόλι. 
 Μα εκείνο που τους προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση είναι ο σωρός των καμένων σπίρτων, που είναι σκορπισμένα γύρω του.
   Κανείς δεν τον αναζήτησε. Σε κάποιους προκάλεσε τον οίκτο, σε άλλους την απέχθεια και την αποδοκιμασία. Βρήκαν και μια χρησιμοποιημένη σύριγγα δίπλα του. Υπεύθυνος για τις πράξεις του, αποφάνθηκαν. Και κανείς δεν ξαναέδωσε σημασία στον άνδρα αγνώστων στοιχείων, που τους μόλυνε την παραλία.
   Και όμως, σ’ όσους θα ήθελαν να μάθουν την αλήθεια, τα καμένα σπίρτα δίπλα του πιστοποιούσαν την ταυτότητά του. Την ταυτότητα ενός μικρού, ανυπεράσπιστου παιδιού, που κανείς δεν του πρόσφερε αγάπη…




*     *     *




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΓΛΥΚΕΡΙΑΣ ΚΑΚΟΥΡΗ
Η Γλυκερία Θ. Κακούρη γεννήθηκε το 1982 στο Αγρίνιο Αιτωλοακαρνανίας από γονείς εκπαιδευτικούς. Τα πρώτα της διηγήματα δημοσίευσε ως μαθήτρια γυμνασίου στη σχολική εφημερίδα «Το Παραδείσι», που εξέδιδε το Γυμνάσιο Μοναστηρακίου Αιτωλοακαρνανίας. Φοίτησε στο τμήμα φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής, αγιογραφίας και ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις για κοινωφελείς σκοπούς. 
Σήμερα μένει με την οικογένειά της στη Θεσσαλονίκη και εργάζεται ως φιλόλογος. Ασχολείται με τη συγγραφή μυθιστορημάτων, παραμυθιών και θεατρικών έργων. Κυρίως την απασχολούν κοινωνικά ζητήματα (ρατσισμός, ξενοφοβία, διαφορετικότητα, ενδοοικογενειακή βία) αλλά και ιστορικά θέματα. Έχει κερδίσει βραβεία και επαίνους σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχει συμμετάσχει με ποιήματα και διηγήματά της σε συλλογικές ανθολογίες έμμετρου και πεζού λόγου σε έντυπη και σε ηλεκτρονική μορφή.
Το χιουμοριστικό παραμύθι της «Ο Τεμπελάκος» διασκευάστηκε ραδιοφωνικά από το Ράδιο Θεσσαλονίκης, εικονογραφήθηκε από την ίδια και παρουσιάστηκε με επιτυχία σε δημοτικές βιβλιοθήκες της πόλης. Το Μάιο του 2017 το θεατρικό της έργο «Οι μεγάλοι σε ώρα δράσης» ανέβηκε στο 3ο Δημοτικό Σχολείο Πυλαίας από το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων. Το ιστορικό μυθιστόρημα της «Έδωσα Υπόσχεση» το διασκεύασε θεατρικά για τους μαθητές της και η παράσταση ανέβηκε τον Μάιο του 2018 στο Κινηματοθέατρον «Αλέξανδρος» στη Θεσσαλονίκη με μεγάλη επιτυχία.
Τα εκδοθέντα έργα της είναι:
«Ανάμεσα σε δύο κόσμους», μυθιστόρημα, εκδόσεις Ερωδιός,2005,
«Περιμένοντας την Άνοιξη», μυθιστόρημα, εκδόσεις Ερωδιός, 2010, 
«Ο Τεμπελάκος», παραμύθι, Δυάς Εκδοτική, 2011
«Ένοχες Σιωπές», μυθιστόρημα, Δυάς Εκδοτική, 2014 
«Έδωσα Υπόσχεση», μυθιστόρημα, Εκδόσεις Ανάτυπο, 2017

Λίγα λόγια για τα βιβλία:


«Ανάμεσα σε δύο κόσμους»

«Όταν η νεαρή Μαρία θ’ ακούσει την καρδιά της να χτυπά αλλιώτικα μετά τη βόλτα της στο πανηγύρι του χωριού της, θα καταλάβει ότι  η ζωή της δεν πρόκειται να ξαναγίνει ποτέ, όπως παλιά. Ο νέγρος πλανόδιος πωλητής είναι το αναπάντεχο όνειρο αλλά και η σκληρή πραγματικότητα, που πρέπει να αντιμετωπίσει. Διχασμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους, θα καλεστεί να πάρει μια απόφαση ζωής. Αγνοεί, όμως, ότι οι μοίρες της έχουν στήσει άσχημο καρτέρι.
Χρόνια αργότερα, όταν ο γιος της θα την απαρνηθεί και η εγγονή της θα χαροπαλεύει εξαιτίας των ναρκωτικών, ένας νεαρός νέγρος θα μπει και πάλι στη ζωή της για να της θυμίσει ότι το παρελθόν εξακολουθεί να ζει και τα λάθη περιμένουν τη δικαίωσή τους.
Ένα μυθιστόρημα, που συγκινεί με τον πλούτο των συναισθημάτων του, ταξιδεύει τον αναγνώστη σ’ έναν κόσμο παραμυθένιο και ταυτόχρονα αγγίζει με ευαισθησία φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα».




«Περιμένοντας την Άνοιξη»

«Ο Βαγγέλης είναι ένας νεαρός γιατρός, που καταφτάνει σ’ ένα μικρό χωριό, γεμάτος όνειρα. Σίγουρος για τον εαυτό του και απόλυτος στις απόψεις του, βλέπει τη ζωή του να ανατρέπεται, όταν αναγκάζεται να προσφέρει καταφύγιο σε τρεις λαθρομετανάστες. Τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο, καθώς ερωτεύεται την μία εξ αυτών και έρχεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τον κοινωνικό περίγυρο και τον αδίστακτο αρραβωνιαστικό της ηρωίδας, αλλά και με τις ρατσιστικές διαθέσεις που ελλοχεύουν στον ίδιο του τον εαυτό.
Το μυθιστόρημα καθηλώνει τον αναγνώστη με τις συνεχείς ανατροπές και το απρόβλεπτο φινάλε, στο οποίο αναδεικνύεται και το κεντρικό μήνυμα: η ελπίδα της έλευσης της Άνοιξης, που συνεχίζει να σιγοκαίει στις καρδιές των ανθρώπων που πιστεύουν σε έναν καλύτερο κόσμο». 



«Ένοχες σιωπές»

«Γυναίκες που υποφέρουν… Γυναίκες που σιωπούν…
Η Άννα, έγκυος στο πρώτο της παιδί, υπομένει αγόγγυστα τη σωματική βία, που υφίσταται από το σύζυγό της.
Η Λίτσα, μητέρα τριών παιδιών, που καταπιέζεται επίσης από έναν φαλλικό σύζυγο, διοχετεύει τη δική της επιθυμία για σπουδές στη μικρή, αντιδραστική αδερφή της.
Η Φανή, αντίθετα, βρίσκει λάθος τρόπο για να αντισταθμίσει την έλλειψη ελευθερίας. Προδίδει την οικογένειά της…
Μέσα σ’ όλα αυτά, ένας φόνος συνταράσσει την κλειστή κοινωνία…
Όταν η Αντιγόνη καταφθάνει στο χωριό ως φιλόλογος πυροδοτεί με την παρουσία της μια σειρά ανακατατάξεων και γίνεται άθελά της η πέτρα του σκανδάλου. Δίπλα της σε κάθε βήμα ο γοητευτικός διευθυντής της, κύριος Χρήστος, ο οποίος  πότε  την επαινεί και πότε την επικρίνει, καθώς η σχέση τους ταλαντεύεται διαρκώς εξαιτίας της έντονης αντιπαράθεσής τους.
Ένα μυθιστόρημα, που ψυχογραφεί σε βάθος ευάλωτες, αβοήθητες υπάρξεις και θίγει το ευαίσθητο θέμα της ενδοοικογενειακής βίας εξαίροντας τη σημασία του αυτοσεβασμού και της αξιοπρέπειας του ατόμου.»



«Έδωσα Υπόσχεση»

«Μαλακοπή Καππαδοκίας, 1920
  Ο Μελέτιος, ένα οχτάχρονο αγόρι οδηγείται από τους γονείς του σε φιλικό σπίτι για τα «μπεσίκ κερτμεσί» (παιδικά αρραβωνιάσματα). Αποστολή του το σημάδεμα της κούνιας της «νύφης», ενός μωρού σαράντα ημερών, στο οποίο δίνει την πρώτη του υπόσχεση. Υπόσχεση γάμου.

Ελλάδα, 1940
Ύστερα από σοβαρό τραυματισμό στα βουνά της Πίνδου, ο Μελέτιος διαπιστώνει ότι οφείλει τη ζωή του σε έναν… άγγελο. Ποια είναι αυτή η λευκή οπτασία, που τον μαγεύει με τα λόγια της και του ξυπνά χαμένες αναμνήσεις; Ποια η σχέση της με τον μακρινό τόπο της Καππαδοκίας; Πού βρίσκονται οι πονεμένοι του γονείς, οι επτά αδερφές του, αγαπημένες μορφές του παρελθόντος; Και κείνος ο παιδικός φίλος, που η φωνή του αντηχεί ακόμα στα ηφαιστειογενή πετρώματα; «Έδωσες υπόσχεση, Μελέτιε, έδωσες υπόσχεση!»  

Ένα μυθιστόρημα, που ταξιδεύει τον αναγνώστη στον κόσμο της χριστιανικής και μουσουλμανικής Καππαδοκίας, ακροβατεί στα ήθη και τα έθιμα μιας άλλης εποχής, και ακολουθώντας το βίαιο ξεριζωμό μιας ολόκληρης γενιάς, τον μεταφέρει στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Τούμπας, για να προβάλει μέσα από τις αντιξοότητες την καταλυτική δύναμη της αγάπης. Της Αγάπης που είναι ικανή να νικήσει κάθε είδους διαφορετικότητα.»



*     *     *


ΑΝ ΘΕΣ ΚΑΙ ΣΥ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙΣ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ: 

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ

ΚΑΙ ΣΤΗΝ 

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΧΡΟΝΩΝ 

ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

ΠΑΤΗΣΕ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μανιφέστο