Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήσει μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν (ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ έως 31/3/2019). Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία θα συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.
Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τη Λογοτέχνιδα, Ειρήνη Γεροντάρα, η οποία συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό της έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΓΕΡΟΝΤΑΡΑ
1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;
Λογοτεχνία είναι η Τέχνη που χρησιμοποιεί ως μέσον έκφρασης τον Λόγο. Καθώς η αισθητική κοινού και δημιουργών αλλάζει μέσα στον χρόνο, είναι δύσκολο να δώσουμε έναν ορισμό διαχρονικό για το τι είναι Λογοτεχνία. Επιπλέον το λογοτεχνικό φαινόμενο είναι εξαιρετικά πολύπλοκο. Κι αυτό γιατί οι εκφραστές του είναι οι χιλιάδες δημιουργοί που το υπηρετούν. Ο ορισμός της τραγωδίας κατά τον Αριστοτέλη είναι η πιο πλήρης και άρτια περιγραφή κι απάντηση στο ερώτημα τούτο. Παραφράζοντας λοιπόν τον κορυφαίο Έλληνα φιλόσοφο, θα έλεγα ότι η λογοτεχνία είναι «μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας με μέγεθος συγκεκριμένο και λόγο όμορφο ανάλογα με το κάθε θέμα». Φέρνει την κάθαρση στην ψυχή κυρίως του δημιουργού, αλλά συγχρόνως και του αναγνώστη.
2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;
Η λογοτεχνία πέραν της τέρψης που ως τέχνη προσφέρει, είναι παράλληλα το μέσον με το οποίο διαμορφώνονται νόρμες και ηθικές συμπεριφορές στα πλαίσια του πολιτισμού. Κάθε λογοτεχνική περίοδος εκφράζει την εποχή της, όσων αφορά στα ήθη και στα πολιτικά πιστεύω. Στην σύγχρονη εποχή με την γενικότερη κρίση στην οικονομία αλλά και στον πνευματικό τομέα, η λογοτεχνία μπορεί να γίνει το στήριγμα και το καταφύγιο του σύγχρονου ανθρώπου. Να τον αφυπνίσει και να τον οδηγήσει στην έξοδο από τα αδιέξοδα που τον οδήγησαν οι προηγούμενες γενιές με τις επιλογές τους. Μπορεί να τον βγάλει από την αλλοτρίωση και την αποξένωση του σύγχρονου τρόπου ζωής, παρέχοντας του εναλλακτικές οδούς σκέψης, ήθους, πολιτισμού και προόδου. Οφείλει στο κοινό της να το οδηγήσει σε ένα πιο όμορφο μέλλον. Δεν αρκεί απλά να εκφράσει τις ανάγκες και τους προβληματισμούς του σύγχρονου ανθρώπου. Είναι ανάγκη να φωτίσει τον δρόμο του, ώστε να βγει από το τέλμα που οδηγήθηκε κατά την διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Ενός αιώνα δύο παγκοσμίων πολέμων κι ενός φρικτότερου ανομολόγητου τρίτου, τον λεγόμενο «ψυχρό πόλεμο».
3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;
Είναι γεγονός πως η ποίηση διανύει μια εποχή παρακμής. Στην γενικότερη κρίση που χαρακτηρίζει την εποχή μας, εντάσσεται και η κρίση ιδεών , αξιών ακόμα και πολιτισμού. Η ποίηση έχει απομακρυνθεί από τον απλό άνθρωπο. Αυτό έχει να κάνει όχι μόνο με την εποχή που θεοποιεί το χρήμα και τα καταναλωτικά αγαθά, αλλά και με την ανεπαρκή παιδεία. Οι μαθητές μα ς αποστηθίζουν αντί να αναρωτιούνται. Κατανοούν και μαθαίνουν αντί να δημιουργούν και να έχουν απορίες. Η ποίηση είναι το πλέον δημιουργικό είδος λογοτεχνίας. Σε μια εποχή όπου στα σχολεία «ταΐζουμε» γνώσεις τους μαθητές η δημιουργικότητα δύσκολα ανθεί. Ότι δεν είναι άμεσα κατανοητό, απορρίπτεται. Εάν δεν προσεγγίσει τον απλό αναγνώστη με σαφήνεια και λιτότητα στην έκφραση, η ποίηση θα παραμείνει ένα είδος για διανοούμενους και λάτρεις του είδους. Οι δημιουργοί έχουν τεράστια ευθύνη. Οφείλουν στην τέχνη που υπηρετούν να την σέβονται. Το μέλλον, λοιπόν, της ποίησης εξαρτάται από τους δημιουργούς και πόσο σεβασμό θα δείξουν στην τέχνη τους.
4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;
Η ποίηση για μένα είναι πέρα από δημιουργία. Είναι καθάρισμα ψυχής και λέξεις που πρέπει αν ειπωθούν. Είναι εσωτερική ανάγκη.
5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;
Δεν θυμάμαι ακριβώς την εποχή που άρχισα να γράφω. Ήμουν στο δημοτικό. Πάντα γέμιζα τα άδεια χαρτιά με σκέψεις και όνειρα. Άρχισα να διορθώνω και να ξανακοιτάζω τα γραπτά μου όταν ήμουν φοιτήτρια. Το γιατί συνεχίζω ακόμα να γράφω, είναι απλό. Δεν μπορώ να μην γράφω.
6. Γιατί γράφετε;
Γράφω από ανάγκη για μένα. Γαληνεύω και ομορφαίνει η ζωή μου απλά γράφοντας. Γράφω και αναπνέω. Αλλιώς δεν μπορώ να ζήσω. Αδιαφορώ αν θα διαβαστώ. Δεν γράφω για να εντυπωσιάσω, να πουλήσω βιβλία ή να ικανοποιήσω την ματαιοδοξία μου. Το κάνω για τον εαυτό μου που είναι πιο χαρούμενος μετά από την ολοκλήρωση κάθε έργου.
7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας;
Δεν έχω μια συγκεκριμένη πηγή έμπνευσης. Μπορεί να είναι κάτι που είδα ή άκουσα. Ένα φύλλο που κειτόταν στην μέση του δρόμου όταν πήγαινα βόλτα ή κάτι που άκουσα, ένα κομμάτι μουσικής ακόμα κι ο ήχος της βροχής.
8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;
Ασχολούμαι κυρίως με την ποίηση και τον πεζό λόγο.
9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.
Γράφω σε ελεύθερο στίχο αλλά και έμμετρο, ανάλογα με την έμπνευση της στιγμής. Έχω εκδώσει δυο προσωπικές ποιητικές συλλογές κι έχω επιμεληθεί ένα ανθολόγιο ποίησης. Ετοιμάζω μια συλλογή διηγημάτων και μια νέα ποιητική συλλογή κι έχω ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα. Στα προσεχή μου σχέδια είναι η έκδοση τους.
Το βιβλίο μου αυτό είναι μια συλλογή ποιημάτων. Έχει θέμα τον άνθρωπο και την ψυχή του. Την περιπέτεια του να είσαι άνθρωπος , να ζεις, να δρας, να σκέφτεσαι στην κοινωνία μας και να επιβιώνεις πνευματικά παρά τις αντιξοότητες και τα εμπόδια της εποχής.
10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «ΑΛΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ».
11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;
Συνήθως γράφω το πρωί. Μα είναι φορές που ξυπνάω μέσα στη νύχτα να γράψω κάτι που «πρέπει» να γραφτεί. Όσο έγραφα το μυθιστόρημα μου, όλες οι ώρες της ημέρας ήταν αγαπημένες διότι έγραφα διαρκώς.
12. Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;
Η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης είναι πιο δύσκολη από ότι των άλλων ανθρώπων. Κι αυτό γιατί ο λογοτέχνης βιώνει πιο έντονα τα πάντα. Και η κρίση κυρίως των ιδεών και του πολιτισμού, τον επηρεάζει και τον συνθλίβει καθημερινά. Οι λογοτέχνες απογοητεύονται περισσότερο με ότι συμβαίνει γύρω τους. Οι αληθινοί λογοτέχνες είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι κι ευάλωτοι. Κι η σημερινή εποχή βάζει στο περιθώριο την ευαισθησία. Οπότε μπορείτε να καταλάβετε πόσο δύσκολη είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης.
13. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;
14. Ποιο θεωρείτε πως είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός Best Seller;
Νομίζω το μυστικό είναι η αμεσότητα στην έκφραση και το ενδιαφέρον και πρωτότυπο θέμα με το οποίο καταπιάνεται ένα τέτοιο βιβλίο. Ο συγγραφέας που γράφει Best Sellers έχει πιάσει τον παλμό του κοινού και ικανοποιεί τον τομέα ενδιαφερόντων του κόσμου. Όπως κάθε εμπορικό είδος αντικατοπτρίζει την εποχή του αλλά και έχει λάβει καλή διαφήμιση. Από εκεί και πέρα το κοινό αποφασίζει ποιον θα χρίσει επιτυχημένο.
15. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε;
Ανήκω στην παλιά σχολή δημιουργών, αν υπάρχει τέτοια. Οπότε θα επέλεγα το έντυπο βιβλίο. Έχω συμμετάσχει σε ηλεκτρονικές εκδόσεις και τις θεωρώ σημαντικές καθώς συμπορεύονται με την εποχή μας. Αλλά «τα γραπτά μένουν» κατά την σοφή ρήση.
16. Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο λογοτέχνη;
Εδώ δεν μπορώ να απαντήσω γιατί δεν θεωρώ τον εαυτό μου αρκετό ή ικανό ή άξιο να δίνει συμβουλές. Ο κάθε λογοτέχνης προχωρά ανάλογα με το ήθος και την παιδεία μα και την αγωγή που έχει ως μονάδα.
17. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;
Το τελευταίο βιβλίο που διάβασα ήταν μια σειρά διηγημάτων του Φώτη Κόντογλου. «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου».
18. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Οι αγαπημένοι μου είναι ο Μυριβήλης κι ο Βενέζης καθώς κι ο Κόντογλου σαφώς. Λατρεύω την Emily Dickinson και τον Ernest Hemingway.
19. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;
Αυτά που τα διαβάζω διαρκώς είναι «Η ζωή εν τάφω» του Μυριβήλη και «Η Ασκητική» του Καζαντζάκη.
20. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;
Δεν έχω σχέδια μόνο ελπίδες. Ελπίζω λοιπόν να έχω υγεία να γράφω και διάθεση να γνωρίζω κι άλλους λογοτέχνες και να ανταλλάζω απόψεις μαζί τους καθώς και να συνεργάζομαι με αξιόλογους ανθρώπους στον τομέα της γραφής.
* * *
ΕΛΠΙΔΑ
(έργο της Ειρήνης Γεροντάρα)
Ήταν μια Κυριακή του Δεκέμβρη. Η Πηνελόπη είχε μόλις ανοίξει το δώρο της. Ήταν ένα ζευγάρι ροζ γαλότσες με κόκκινα φιογκάκια, ψηλά στο τελείωμα. Κι από κάτω, προσεκτικά τυλιγμένη μια διάφανη νιτσεράδα με τεράστια ροζ πουά. Η Πηνελόπη ήταν μόλις 5 χρονών μα η γυναικεία ματαιοδοξία της ήταν ήδη εκεί στα δυο πανέξυπνα μάτια και στα δυο λαίμαργα χεράκια της που ξετύλιγαν τα δώρα. Έβγαλε τα χαριτωμένα παντοφλάκια της για να φορέσει αμέσως τις καινούριες γαλότσες. Ξεδίπλωσε την νιτσεράδα της και την φόρεσε προσεκτικά πάνω από την χνουδωτή της ρόμπα. Ήταν έτοιμη να την δοκιμάσει στο βροχερό εκείνο πρωινό του Δεκέμβρη. Πήρε την Ελπίδα και βγήκαν έξω.
Η Ελπίδα ήταν βαρκούλα. Μια μικρή, χάρτινη, βαρκούλα από ροζ επιστολόχαρτο αρωματισμένο διακριτικά με άρωμα λεβάντας. Ήταν από τα παλιά επιστολόχαρτα της γιαγιάς που τα είχε ξεχασμένα χρόνια τώρα στο μπουντουάρ της και ήταν η 20η επιτυχημένη εν τέλη, προσπάθεια της Πηνελόπης. Τους είχε δείξει η δασκάλα στον παιδικό σταθμό πως να φτιάχνουν βαρκούλες από χαρτί. Είχε μαγευτεί η Πηνελόπη από αυτήν την δυνατότητα να φτιάχνει παιχνίδια από ένα επίπεδο φύλλο χαρτί.
Ήταν μαγικό! Αυτή η λεπτή, σχεδόν διάφανη επιφάνεια μετατρεπόταν ξαφνικά σε τρισδιάστατη βάρκα. Έπαιρνε όγκο, αποκτούσε κίνηση. Σχεδόν ζωντάνευε! Δεν χρειαζόταν να ζωγραφίζεις πια πάνω στο χαρτί. Μπορούσε από μόνο του να ζωντανέψει την ζωγραφιά σου.
Αυτή η βαρκούλα ήταν καλοφτιαγμένη. Οι γωνίες της ήταν προσεκτικά διπλωμένες και οι ευθείες όμορφα τσακισμένες να μην αποκλίνουν. Όλες παράλληλες μεταξύ τους. Η Πηνελόπη δεν ήξερε ακόμα να γράφει. Είχε ζητήσει από την γιαγιά της να της γράψει την λέξη “Ελπίδα” σ’ ένα χαρτί για να μπορέσει να ονομάσει την βάρκα της έτσι. Ήθελε να την κάνει να ξεχωρίζει περισσότερο από όλες όσες είχε φτιάξει πρωτύτερα.
Τα γράμματα ήταν δύσκολα. Μα με υπομονή η Πηνελόπη είχε προσπαθήσει να μιμηθεί αυτό που έβλεπε γραμμένο στο σημειωματάριο της γιαγιάς της. Κάθε γράμμα και μια περιπέτεια. Ξεκινούσε από ένα σημείο και μετά λοξοδρομούσε κάπως αλλά αμέσως πιο κάτω έβρισκε τον δρόμο της πάλι. Όλο το απόγευμα προσπαθούσε με υπομονή να γράψει “ΕΛΠΙΔΑ” στο πλάι της βάρκας και τα είχε καταφέρει. Μπορεί να ήταν άτσαλα γραμμένο και να μην είχε καθόλου λεία εμφάνιση μα το όνομα φαινόταν καθαρά.
Το προηγούμενο βράδυ είχε βρέξει. Έξω στον κήπο υπήρχε κοντά στην στέρνα μια μεγάλη λακκούβα. Εκεί σ’ αυτήν την λακκούβα που οι γάτες της γειτονιάς ξεδιψούσαν όταν η γιαγιά πότιζε τα λουλούδια κι έπλενε την αυλή, εκεί η Ελπίδα θα έκανε το παρθενικό της ταξίδι. Η Πηνελόπη την έβαλε προσεκτικά στην επιφάνεια του νερού. Η Ελπίδα τρόμαξε απ’ το ξαφνικό υγρό άγγιγμα, μα της άρεσε. Ήταν άλλωστε βαρκούλα, προορισμένη να ταξιδεύει. Ένιωθε τεράστια την μικρή της λιμνούλα.
Μια ροζ βασίλισσα μ’ ένα απαλό άρωμα λεβάντας. Ένα ελαφρύ αεράκι την έσπρωξε πιο πέρα. Τώρα μπορούσε να δει την μεγάλη στέρνα στην μια μεριά και τα κυκλάμινα που είχαν βγάλει λουλούδια ακριβώς απέναντι. Μια τεράστια ορτανσία είχε ρίξει σχεδόν όλα τα φύλλα της και η λεμονιά της αυλής φορτωμένη μεγάλα, πράσινα λεμόνια. Η Ελπίδα ένιωσε ευτυχία. Τόση περιπέτεια, τόση ζωντάνια τριγύρω της! Που να το φανταζόταν πως θα το βίωνε όταν ακόμα ήταν ταπεινό επιστολόχαρτο. Πριν ακόμα προβιβαστεί σε χαριτωμένη βαρκούλα.
Ξαφνικά η Πηνελόπη βρήκε μια πασχαλίτσα. Απόρησε τόσο. Δεν ήταν εποχή για πασχαλίτσες. Τόση τύχη έτσι στα ξαφνικά. Κι αυτή η μικροσκοπική, κόκκινη νοικοκυρά έγινε η πρώτη επιβάτης της Ελπίδας. Μαζί έκαναν όλο τον γύρω της λακκούβας. Θαρρώ έδειχνε μεγαλύτερη. Θα ήταν, σαφώς, που είχε φουσκώσει από υπερηφάνεια. Τότε η μικρούλα καραβοκύρισσα αποφάσισε να δοκιμάσει τις γαλότσες της. Άραγε ήταν αρκετά αδιάβροχες; Πήρε φόρα και τσαλαβούτηξε με δύναμη μέσα στην λακκούβα. Η γαλήνη του μικρού σύμπαντος της Ελπίδας διαλύθηκε. Ένας τυφώνας σαρωτικός με ροζ χρώμα και κόκκινους φιόγκους, είχε μετατρέψει το καθαρό νερό που έπιναν οι γάτες σε λάσπη.
Η βαρκούλα τρόμαξε. Δεν είχε ιδέα από καταιγίδες. Και η επιβάτης της; Ω! Δεν την είχε σκεφτεί καθόλου. Ένιωσε υπεύθυνη. Έπρεπε να την προστατέψει την μικρή πασχαλίτσα. Έκανε να πάει όσο γινόταν πιο μακριά να γλυτώσει από την καταστροφή. Κινήθηκε βίαια προς την άκρη της λακκούβας. Η Πηνελόπη συνέχιζε να χοροπηδά. Διασκέδαζε τόσο με την τρικυμία που είχε προκαλέσει. Γελούσε που η Ελπίδα κουνιόταν πέρα δώθε και ταλαντευόταν επικίνδυνα, παλεύοντας να κρατηθεί όρθια πάνω στην ταραγμένη επιφάνεια του νερού.
Το ροζ επιστολόχαρτο είχε λεκιάσει ανεπανόρθωτα. Είχε παντού καφέ, βρώμικες πιτσιλιές. Αλλού μικρές, αλλού μεγαλύτερες. Το μελάνι είχε διαλυθεί και το όνομα στο πλάι είχε γίνει μουντζαλιά. Η πασχαλίτσα πέταξε. Μα η Ελπίδα δεν μπορούσε να πετάξει. Ήταν απλά, μια χάρτινη βαρκούλα.
Ξαφνικά η αυλόπορτα άνοιξε. Είχαν έρθει ο μπαμπάς και η μαμά της Πηνελόπης από το μακρινό τους ταξίδι στην Ευρώπη. Είχαν μαζί τους πολλά κουτιά τυλιγμένα σε πολύχρωμα χαρτιά και δεμένα με χρωματιστές κορδέλες. Το μικρό κοριτσάκι ενθουσιάστηκε που τους είδε. Έτρεξε με φόρα κατά πάνω τους. Όλοι μαζί αγκαλιάστηκαν κι ο μπαμπάς την πήρε στους ώμους του. Έφυγαν μέσα σε βροντερά γέλια για το σπίτι.
Η Ελπίδα είχε μείνει εκεί στην όχθη της λακκούβας. Είχε γείρει στο πλάι. Η καρίνα της είχε μουλιάσει σχεδόν. Το τέλος πλησίαζε, Ανήμπορη να αντιδράσει ακούμπησε το κατάρτι της πάνω σ’ ένα μαλακό ραδίκι που φύτρωνε στην άκρη απ’ το νερό. Το όνομα στο πλάι δεν φαινόταν πια. Είχε γίνει σαν μια μπλε δαχτυλιά. Το ροζ επιστολόχαρτο είχε γίνει βρώμικο κι η λαμπερή, κριτσανιστή ομορφιά του είχε χαθεί. Μια στάλα νερό κύλησε απ’ το κατάρτι ως το χώμα. ήταν σαν δάκρυ.
Τόσο σύντομο αυτό το ταξίδι. Άλλες βάρκες ή καράβια έχουν άλλη πορεία. Μπαίνουν στις θάλασσες, πηγαίνουν σε μέρη εξωτικά. Βλέπουν τόσα θαυμάσια. Η Ελπίδα δεν πρόλαβε να δει τίποτα. Μόνο την στέρνα και τα κυκλάμινα. Τι κρίμα για μια τόσο όμορφη βάρκα! Τι άδικο! Ήξερε πως μέχρις εδώ ήταν . Το καταλάβαινε πια. Σε λίγο θα μούλιαζε εντελώς και θα βυθιζόταν. Απελπισμένη κι απογοητευμένη κατάλαβε πως όλα χάθηκαν. Δεν είχε καμιά ελπίδα.
Τότε ακριβώς πέρασε έξω απ’ την αυλή ο Λούης ο σκύλος. Ήταν ένα λεύτερο αλητόσκυλο που γυρνούσε από δω κι από κει. Είχε μάθει να ζει μονάχος του. Καθώς μύριζε τριγύρω, έπεσε το μάτι του στην βαρκούλα. Έτσι μακρόστενη καθώς ήταν του κίνησε την προσοχή. Είχαν ξεχάσει την αυλόπορτα ανοιχτή. Μπήκε μέσα και πήγε κοντά της.
“Δεν ξέρω τι είσαι,” είπε η Ελπίδα, “μα η ανάσα σου με ζεσταίνει. Μπορείς να με βοηθήσεις;” Ο Λούης δεν άκουσε. Αλίμονο! Οι σκύλοι και οι χάρτινες βαρκούλες δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα. Όμως το χαρτί του θύμισε το χαρτί που ο κυρ-Στέλιος ο κρεοπώλης, τύλιγε μέσα τα λουκάνικα. Πήρε προσεκτικά την βαρκούλα στο στόμα του. Την κράτησε εκεί και φύγανε. Την πήγε στο λημέρι του. Εκεί που κούρνιαζε τα βράδια δίπλα στον καταυλισμό των τσιγγάνων. Ο Εμίλ το τσιγγανόπουλο έπαιζε εκείνη την ώρα μ’ ένα ξύλο. Ο Λούης ήταν ο αγαπημένος σκύλος του. Του έδινε πότε- πότε λίγο από το φαγητό του. Ακόμα κι αν δεν περίσσευε ο Εμίλ μοιραζόταν την μπουκιά με τον σκύλο.
Είδε την Ελπίδα στο στόμα του φίλου του. Μια χάρτινη, καλοφτιαγμένη βαρκούλα. Τι υπέροχο παιχνίδι! Έπρεπε να την σώσει. έμοιαζε έτοιμη να διαλυθεί. Ο Εμίλ την πήρε προσεκτικά και την πήγε στην φωτιά του καταυλισμού. Να στεγνώσει, να ξεραθεί, να μην πεθάνει. Εκείνος θα την φρόντιζε. Ήταν το πρώτο του αληθινό παιχνίδι. Τι τύχη να την βρει έτσι!
Ευτυχώς ο Λούης τον σκέφτηκε. Κοίτα να δεις που του έκανε δώρο ο σκύλος του. Κοίτα να δεις που αυτά τα Χριστούγεννα θα είχε δώρα για όλους τελικά!
Ο ΧΡΟΝΟΣ
(έργο της Ειρήνης Γεροντάρα)
Σ’ εφηβικών ονείρων τεθλασμένες γραμμές
τη ζωή ζωγραφίσαμε.
Αλαφροΐσκιωτος ο λογισμός θωρούσε.
Ανέμελα κράσπεδα προγονικά
χαράζαν τη ρότα στον δρόμο μας.
Γλυκό κρασί έκαιγε στα χείλη το φιλί
Ορμώντας να μπει στο ποτήρι με αγωνία,
να το γευτούν, να το νιώσουν.
Αλόγατα λευκά του ορίζοντα τα σύννεφα
καλπάζαν ατάσθαλα στην βροχή καταπάνω.
Κι εμείς ανυπόμονοι, κρεμασμένοι στις πύλες της νιότης
αδημονώντας ν’ ανοίξουν για να κουρσέψουμε της ζωής τα επέκεινα.
Καυτός αέρας μας μπόδισε και πισωπατήσαμε
κι ας ποθούσαμε το φευγιό διαρκώς περισσότερο.
Στην γλύκα του έρωτα γευτήκαμε πίκρα.
Μα ήταν του χρόνου τα δάκρυα που πόνεσαν πιότερο απ’ αυτά της καρδιάς.
Σαν εκείνος τελείωνε αυτή η ατέλευτη, αγέρωχη πορευόταν ξέφρενη σ’ ονειρικούς παφλασμούς μ’ ένα σώμα αδύναμο ν’ ακλουθήσει.
Η θάλασσα τα χείλη πλατάγισε κι ο χρόνος μέρωσε.
Της ήβης το αιώνιο να στέκει παρέκει
νια πάθη οχλώντας η αλλήθωρη κι εμείς ούτε που νιώσαμε για πότε ο γέρος μας τύλιξε.
Θα ήταν τότε που ο Αχιλλέας κοκάλωσε το άρμα να δει το κουφάρι του Έκτορα δεμένο από πίσω.
Αλίμονο. Ο χρόνος άντεχε ακόμα να κρατά τα ηνία. Ανήλεος.
ΓΥΝΑΙΚΑ
(έργο της Ειρήνης Γεροντάρα)
(έργο της Ειρήνης Γεροντάρα)
Λάσπη και μετάξι.
Θεά και μούσα, μάνα, αδερφή και ερωμένη.
Τροφός, εργάτρια, ιέρεια,
παιδαγωγός και εστεμμένη της ζωής
θώκος δημιουργίας απαράμιλλος
άξια σεβασμού, λατρείας και τιμής.
Του έρωτα η έμπνευση κι απαύγασμα
ηδονικά και τρυφερά τα αγκαλιάσματα σου
μήτρα των θαυμαστών και τρομερών.
Εύγονη, καρποφορούσα, ζωοδότρα,
θεμέλιο και στήριγμα, προόδου ώθηση.
Πλήθος τα επίθετα που σε κοσμούν,
τόσοι οι τίτλοι, πολυποίκιλοι
μα ένας ο πολυτιμότερος:
Σύντροφος και συνοδοιπόρος.
Δόσιμο, αγάπη, λυτρωμός και ανακούφιση η ποδιά σου.
Μάνα ιερή. Γεννιέσαι, γίνεσαι και μένεις.
Η φύση να σ’ ευγνωμονεί, να σέβεται.
Γυναίκα από λάσπη και μετάξι εσύ πλασμένη.
Λογάριασε πόσα τα βάρη που φορτώθηκες
εντός σου κουβαλάς και προχωράς ν’ ανέβεις
της ζωής τ’ απάτητο βουνό.
Μεταξωτό μαχαίρι να κραδαίνεις,
υπεράσπιση και προστασία.
Κορμί από λάσπη σμιλεμένο
ανάκαρα στη δίνη της ζωής.
«Πέρα απ’ τα’ ανθρώπινα
Κι όμως ανέλαβα.
Για μια αγάπη όλα καμωμένα.
Γυναίκα, είμαι».
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΙΡΗΝΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΡΑ
Ονομάζομαι Ειρήνη Γεροντάρα. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Μυτιλήνη. Είμαι μητέρα τριών παιδιών και ζω σε μια κωμόπολη του Κορινθιακού κοντά στους Δελφούς. Εργάζομαι ως καθηγήτρια αγγλικών κι έχω σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία και Ιστορία. Η σχέση μου με την συγγραφή ξεκινά από τα σχολικά μου χρόνια. Έχουν εκδοθεί δύο προσωπικές ποιητικές συλλογές και ένα ανθολόγιο ποίησης με την δική μου επιμέλεια και σε συνεργασία με άλλους δεκατέσσερις δημιουργούς. Γράφω με το ψευδώνυμο «Ρένα Γέρου». Έργα μου, έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορα ανθολόγια ποίησης και βραβευθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Συνεχίζω να διαβαίνω τον φωτεινό δρόμο της γραφής, με ενθουσιασμό κι αγάπη.
* * *
* * *
ΑΝ ΘΕΣ ΚΑΙ ΣΥ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙΣ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ:
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ
ΚΑΙ ΣΤΗΝ
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΧΡΟΝΩΝ
ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
ΠΑΤΗΣΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου