Συνέντευξη με τον Λογοτέχνη Κώστα Μεταλλίδη - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ - Περιοδικό Κέφαλος

Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς.


ΝΕΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Συνέντευξη με τον Λογοτέχνη Κώστα Μεταλλίδη - ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ




Ο «ΚΕΦΑΛΟΣ - Το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλονιάς» έχει ξεκινήση μία νέα δράση με τίτλο: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» και προσκαλεί όλους τους Λογοτέχνες, Ποιητές και Συγγραφείς να συμμετάσχουν σ' αυτήν (ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ). Σκοπός της εν λόγω δράσης είναι η προβολή μέσω αφιερωμάτων και συνεντεύξεων των σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών, Ποιητών και Συγγραφέων, είτε έχουν εκδώσει κάποιο βιβλίο είτε όχι και η δημιουργία του πρώτου τόμου της «Ηλεκτρονικής Εγκυκλοπαίδειας των Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών», η οποία θα συσταθεί σε μία ανεξάρτητη ιστοσελίδα με τη μορφή ηλεκτρονικών τόμων και την έκδοση δωρεάν e-book.

Στη σημερινή μας παρουσίαση στα πλαίσια της δράσης: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ», θα σας παρουσιάσουμε τον Λογοτέχνη, Κώστα Μεταλλίδη, ο οποίος συμμετέχει στην «Εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων Λογοτεχνών» και απάντησε στις ερωτήσεις του Δημοσιογράφου, Λογοτέχνη και Εκδότη του Περιοδικού Κέφαλος, κ. Πλούταρχου Πάστρα, για το λογοτεχνικό του έργο, τα βιβλία και τη λογοτεχνία. 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΜΕΤΑΛΛΙΔΗ


1. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό για τη λογοτεχνία, ποιος θα ήταν αυτός;

Εν αρχή ην η σκέψη!                                                                                      Ο λόγος ακολουθεί. Λογοτεχνία για μένα, είναι η τέχνη του να μεταφέρεις τις ανώτερες σκέψεις σου (εκείνες τις σκέψεις που προέρχονται απ’ την ψυχή, τις εκ του πατρός εκπορευόμενες) στον λόγο, χρησιμοποιώντας κάθε τεχνική και γνώση που θα κάνει τον λόγο σου ελκυστικό προς τους άλλους, ενώ παράλληλα θα τους δώσει την αφορμή για να παραγάγουν τις δικές τους σκέψεις, διαδικασία που ορίζει την αρχή της δημιουργίας.

2. Τι μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία στο σύγχρονο άνθρωπο;

Η ψηφιακή επανάσταση σηματοδότησε παράλληλα και την έναρξη της εποχής της πληροφορίας. Η αλλαγές που επέφερε στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, η πληροφορική και η τεχνολογία των τηλεπικοινωνιών, είναι σαρωτικές! Ο σύγχρονος άνθρωπος επιδίδεται στο να συλλέγει πολλές πληροφορίες, σε όλο και μικρότερο χρονικό διάστημα! Σκέψεις, ιδέες, λύσεις σε προβλήματα, που τις περισσότερες φορές δεν είναι γνωστή ούτε η προέλευσή τους, αλλά και ένας τεράστιος όγκος πληροφοριών, ταξιδεύουν απ’ τη μια άκρη της γης ως την άλλη, σε ελάχιστα μόνο δευτερόλεπτα! Αποτέλεσμα αυτής της ανεξέλεγκτης κούρσας ταχύτητας, είναι να μειώνεται σημαντικά ο χρόνος που έχει στη διάθεσή του ο σύγχρονος άνθρωπος, για να σκεφτεί, να επεξεργαστεί, και τέλος, να διαχειριστεί όλες αυτές τις πληροφορίες, που μοιάζουν να του επιτίθενται από παντού, με σκοπό να εκμηδενίσουν την κρητική του σκέψη. Το παράδοξο είναι πως η ανθρωπότητα μέσο της επιστημονικής της κοινότητας, αγωνίζεται να υπερκαλύψει την έλλειψη χρόνου που έχει πλέον στη διάθεσή του ο άνθρωπος για να σκέφτεται, προσπαθώντας να κατασκευάσει τη μηχανή που θα κάνει αυτή τη δουλειά αντί για εκείνον! (Τεχνητή νοημοσύνη)            Η πιο ανησυχητική όμως διαπίστωση που προκύπτει απ’ το ότι ο σύγχρονος άνθρωπος χρησιμοποιεί τη σκέψη του όλο και λιγότερο, είναι πως χωρίς να σκέφτεται, αναπόφευκτα απομακρύνεται από τα ίδια του τα συναισθήματα. Κι αυτό είναι κάτι που μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες σε προσωπικό αλλά και σε συλλογικό επίπεδο, κάνοντας την πορεία της ανθρωπότητας προς το μέλλον, να δείχνει σκοτεινή κι αβέβαιη.  Αν λάβουμε υπ’ όψη όλα τα παραπάνω, καταλαβαίνουμε το γιατί σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι απαραίτητη η λογοτεχνία στον σύγχρονο άνθρωπο. Αφού έχει την ικανότητα να πυροδοτεί ένα σύνολο διαφορετικών συναισθημάτων, όπως είναι η χαρά, η λύπη, η έκπληξη, ο φόβος, η ανακούφιση... Η λογοτεχνία καλεί τον σύγχρονο άνθρωπο να πραγματοποιήσει τις δικές του σκέψεις για όσα συμβαίνουν στον κόσμο και να βρει μόνος του τις λύσεις σε όσα τον απασχολούν. Η λογοτεχνία ενισχύει την εν συναίσθηση και δημιουργεί ανθρώπους ικανούς να νιώσουν τα συναισθήματα των άλλων. Βοηθάει στο να αναπτύξει ο άνθρωπος την προσωπική του ιδέα για τον κόσμο, ενώ παράλληλα του δίνει το χρόνο που χρειάζεται για να το καταφέρει. Αποκαθιστώντας η λογοτεχνία τη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με τα συναισθήματά του, δημιουργεί ταυτόχρονα και τις προϋποθέσεις για μια πνευματική ζωή, ανοίγοντας το δρόμο προς την αυτογνωσία και προς την απόλυτη ελευθερία! 

3. Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της;

Η ποίηση είναι η κατεξοχήν πρέσβειρα των συναισθημάτων! Ως εκ τούτου, για να ασχοληθεί κάποιος μαζί της, θα πρέπει να έχει καλή σχέση με την ίδια του την ψυχή και εύκολη πρόσβαση στα συναισθήματά του. Για τους λόγους που προανέφερα, ο σύγχρονος άνθρωπος απομακρύνεται διαρκώς από το συναίσθημα, οπότε είναι φυσικό κι επόμενο να δυσκολεύεται να εκφραστεί ποιητικά αλλά και να αδυνατεί να νιώσει τη γλυκιά μελωδία του Σύμπαντος, που εκφράζει με υπέροχο τρόπο η ποίηση. Όσον αφορά το μέλλον της ποίησης... Το μόνο που υπάρχει αυτή τη στιγμή είναι το παρόν της. Ένα παρόν που είναι έτσι όπως το αντιλαμβανόμαστε σήμερα, για τους λόγους που ήδη προανέφερα. Το πως θα είναι το μέλλον της ποίησης, έγκειται στο πόσο θα αντέξει η ανθρωπότητα να παραμένει μακριά από το συναίσθημα. Όμως πιστέψτε με! Ότι κι αν γίνει, όσο χρόνο κι αν χρειαστεί... Στο τέλος όλα επιστρέφουν στη μητέρα των συναισθημάτων, την ΑΓΑΠΗ! Και η ποίηση θα αναγεννηθεί, όπως γίνεται με όλα. 

4. Και τώρα μία δύσκολη ερώτηση. Τι σημαίνει για σας ποίηση;

Ποίηση είναι η εξήγηση του άγνωστου με τρόπο γοητευτικό και ανεξήγητο, που αφήνει πάντα τη γλυκιά αίσθηση πως δεν υπάρχει τίποτα που να μη γνωρίζεις! 

5. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη του λόγου και ποιος ήταν ο λόγος που σας παρότρυνε;

Στην ηλικία των εννέα ετών, μας ζήτησαν απ’ το σχολείο να γράψουμε μια έκθεση στο σπίτι, με θέμα: «Ελλάδα και θάλασσα» Με σκοπό να λάβουμε μέρος σε έναν πανελλήνιο διαγωνισμό έκθεσης. Για ένα παιδί που πιέστηκε στα τέσσερά του να μάθει γραφή και ανάγνωση, το γράψιμο έμοιαζε περισσότερο με τιμωρία παρά με ένα τρόπο έκφρασης. Δεν υπήρχε λοιπόν περίπτωση να αφιερώσω έστω και λίγο απ’ τον ελεύθερο χρόνο μου για να γράψω μια έκθεση. Δίχως να το σκεφτώ πολύ, ανέθεσα εκείνη τη δουλειά στη δεκατριάχρονη αδερφή μου, - που είχε από τότε πραγματικό ταλέντο στο γράψιμο – με την επισήμανση: «Να είναι μια απλή έκθεση ενός εννιάχρονου παιδιού!» Οι Μήνες πέρασαν, το γεγονός ξεχάστηκε, μέχρι που ένα πρωινό, την ώρα της προσευχής, στην αυλή του σχολείου... Ο διευθυντής καλεί τον μαθητή Κώστα Μεταλλίδη να προσέλθει στο βήμα απ’ όπου λέγονταν με το μικρόφωνο η προσευχή και όλες οι ανακοινώσεις κάθε πρωί. Ποτέ όμως δεν ανέβαζαν εκεί έναν μαθητή για να τον τιμωρήσουν η για να τον επικρίνουν για κάποια αταξία, αφού αυτός πίστευα πως ήταν ο λόγος που με κάλεσε ο διευθυντής. Όμως, στη διαδρομή μέχρι το βήμα και το μικρόφωνο, συνέβησαν πράγματα ανεξήγητα! Η δασκάλα μου, αλλά και δάσκαλοι άλλων τάξεων, με σταματούσαν, με αγκάλιαζαν και με φιλούσαν στα μάγουλα! Εκείνα τα μάγουλα που μέχρι τότε μόνο χαστούκια δέχονταν, ξαφνικά, τα γέμισαν με φιλιά! Η έκθεση του μαθητή μας με θέμα : «Ελλάδα και θάλασσα» Διακρίθηκε στον πανελλήνιο διαγωνισμό! Αυτός ήταν τελικά ο λόγος. Εκείνη η έκθεση έγινε η αιτία να ερωτευτώ τη συγγραφή! Εκείνη η έκθεση που ποτέ μου δεν έγραψα, αλλά που εξαιτίας της γνώρισα την αποδοχή, κι ένιωσα πως είμαι σημαντικός... Ακόμη κι αν ο λόγος δεν ήταν πραγματικός, η αίσθηση μου έμεινε! Όλα εκείνα τα υπέροχα συναισθήματα ήταν πέρα για πέρα αληθινά! Από τότε δεν έπαψα ποτέ να εκφράζομαι γράφοντας, όχι γιατί είχα την ανάγκη να νιώσω αποδεκτός η για να αισθανθώ πως είμαι σημαντικός, αλλά γιατί στη διαδικασία της συγγραφής βρήκα τον τρόπο για να μελετάω τον εαυτό μου και την ευκαιρία για να τον γνωρίσω! Κάπως έτσι αποφάσισε η συγγραφή, θα έλεγα, να ασχολείται μαζί μου!

6. Γιατί γράφετε;

Γράφω επειδή μ’ αρέσει να σκέφτομαι! Και δεν εννοώ τις σκέψεις της λογικής, που γεννιούνται στον εγκέφαλο και έχουν να κάνουν με προσωπικές και όχι μόνο, γνώσεις και εμπειρίες, αλλά για εκείνες τις σκέψεις που προέρχονται από μια άλλη πηγή! Μια πηγή που συνδέομαι μαζί της κάθε φορά όταν γράφω! Μια σύνδεση που καταφέρνει να σπάσει το φράγμα της στείρας γνώσης, της εμπειρίας και της λογικής που περικλείονται στα στενά όρια της ύλης! Γι’ αυτό γράφω! Για να συνδέομαι μ’ αυτή την πηγή, που μοιάζει να είναι από κάποια άλλη διάσταση! Η καλύτερα, που από μέσα της ξεπηδούν όλες οι διαστάσεις! Γράφοντας, μπορώ να δημιουργώ και πέρα απ’ τον κόσμο της ύλης! Ένας άλλος λόγος για τον οποίο γράφω, είναι γιατί μ’ αρέσει κι απολαμβάνω αφάνταστα, να διαβάζω ότι γράφω! Οπότε καταλαβαίνετε πως θα έγραφα ακόμη κι αν ήμουν ο μοναδικός αποδέκτης των κειμένων μου. Η αλήθεια είναι πως για πολλά χρόνια, αυτό συνέβαινε!

7. Ποια είναι η πηγή της έμπνευσής σας; 

Χα... Έχει πλάκα να με ρωτάτε για την πηγή της έμπνευσής μου, μετά την έκτη απάντηση. Ωστόσο θα απαντήσω ξανά, μονολεκτικά αυτή τη φορά. Η πηγή της έμπνευσης μου είναι πάντα η Ψυχή! Είναι πάντα η Αγάπη! Αυτές οι δυο πηγές, που η μια ξεχειλίζει απ’ την άλλη, με προμηθεύουν με αστείρευτη έμπνευση! 

8. Με ποιο λογοτεχνικό είδος ασχολείστε περισσότερο;

Περισσότερο με πεζογραφία. Διήγημα και μυθιστόρημα. 

9. Μιλήστε μας για το λογοτεχνικό σας έργο.

Το λογοτεχνικό μου έργο βρίσκεται σε δημιουργική φάση. Όταν ολοκληρωθεί... Ίσως να μιλήσω γι’ αυτό. 

10. Πείτε μας λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο που έχει τίτλο: «Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ». 

Το μυθιστόρημα, «ο καθρέφτης της ψυχής» είναι ένα ταξίδι της σκέψης στο παρελθόν! Αυτό το ξεκαθαρίζω στην πρώτη φράση της εισαγωγής. «Θυμάμαι πως…» Κατ’ αυτή την έννοια, το βιβλίο θα μπορούσε να γίνει ένα όχημα μαγικό, που έχει την ψυχή για οδηγό! Καλώ λοιπόν, τους φίλους που θα το κρατήσουν στα χέρια τους, να καθίσουν αναπαυτικά και να τρυπώσουν στις σελίδες του, με σκοπό να πραγματοποιήσουν κι αυτοί ένα ταξίδι της σκέψης.  Αφού μεταφερθούμε στο Καλοκαίρι του 1986, σε μια όμορφη προαστιακή γειτονιά της Θεσσαλονίκης, ξεκινάει η ιδιαίτερη ξενάγηση! Οι φίλοι αναγνώστες θα παρακολουθήσουν τις περιπέτειες μιας παρέας πέντε νεαρών αγοριών με κεντρικό ήρωα και ξεναγό (αφηγητή) τον Ορέστη. Ο λόγος που κάνω εκτεταμένη χρήση στους διαλόγους, είναι για να λάβουν μέρος τα γεγονότα σε Ενεστώτα χρόνο, ούτως ώστε ο αναγνώστης να αισθανθεί πως είναι μέλος της παρέας και βιώνει τα γεγονότα με ένα ιδιαίτερο, κινηματογραφικό, βιωματικό, θα έλεγα τρόπο! Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Ορέστης θέτει τους προβληματισμούς του γύρω από διάφορα θέματα και ζητήματα, αναλύει τις προσωπικότητες και τις συμπεριφορές των φίλων του, αλλά και  του εαυτού του. Όπως είπα στην αρχή, στο μαγικό μας όχημα, έχουμε την ψυχή για οδηγό! Η ψυχή λοιπόν, φροντίζει με πολύ όμορφο τρόπο να απαντηθούν όλα τα ερωτήματα που τίθενται, απ’ τους ίδιους τους αναγνώστες μάλιστα!   Πριν φτάσουμε στον τελικό προορισμό μας, που δεν είναι άλλος απ’ την εξερεύνηση του κεραμοποιείου Αλλατίνι, θα πραγματοποιήσουμε μερικά ακόμα ταξίδια στο χρόνο –μικρότερα αυτή τη φορά- για να ζήσουμε κάποιες απ’ τις περιπέτειες των μικρών μας φίλων, αλλά και για να γνωρίσουμε καλύτερα τους χαρακτήρες τους, πάντα μέσα απ’ τη διεισδυτική ματιά του Ορέστη. Λίγο πριν το τέλος, εκεί που φαίνεται πως οι προσδοκίες που έχουμε απ’ αυτό το ταξίδι, να αποδεικνύονται τελικά ένα τίποτα… Ξαφνικά, όλα ανατρέπονται για τον μικρό πρωταγωνθστή! Κι αυτό το τίποτα, μπορεί τελικά να γίνει τα πάντα! Όσα έχει φανταστεί και όσα ποτέ δεν φαντάστηκε! Για το φινάλε, έχω αφήσει το αγαπημένο μου σημείο! Τη στιγμή που ο οδηγός του μαγικού οχήματος μας αποκαλύπτεται! 
Το ταξίδι αυτό πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά από μένα και το μαγικό όχημα ήταν μονοθέσιο! Μου άφησε υπέροχες εντυπώσεις, με έκανε να δω τη ζωή και τον κόσμο με άλλη ματιά, με λύτρωσε από κάθε φόβο, μου απάλυνε όλους τους πόνους, έσβησε από μέσα μου το μίσος και την ενοχή!  Απόκτησα καινούρια αντίληψη για όλα και βρήκα την ομορφότερη προοπτική στη ζωή! Πάντα ήθελα να ξεφύγω, να βρω ένα μέρος όπου όλα τα άσχημα συναισθήματα, ο πόνος και η δυστυχία δεν θα υπάρχουν! Αυτό το ταξίδι της σκέψης, με βοήθησε να καταλάβω πως δεν χρειάζεται να πάω πουθενά! Γιατί όλα είναι εδώ! Γιατί όλα όσα αναζητούσα, βρίσκονται μέσα μου! Αυτή την εμπειρία μου θέλησα να μοιραστώ κι επειδή ήταν αδύνατο ν’ ανοίξω ταξιδιωτικό γραφείο, αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο! 

11. Ποια είναι η αγαπημένη σας ώρα μέσα στην ημέρα που κάθεστε και γράφετε;

Το πρωί σκέφτομαι και τη νύχτα γράφω! Κυριακή πρωί, σκέφτομαι και γράφω!

12.  Πως είναι η ζωή ενός λογοτέχνη στα χρόνια της κρίσης;

Μπορώ να μιλήσω μόνο για τη δική μου ζωή, οπότε θα σας πω για το πως βλέπω εγώ τις κρίσεις αρχικά. Οποιαδήποτε κρίση κατά τη δική μου άποψη, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ευκαιρία για μεγάλες αλλαγές! Στον τρόπο σκέψης και κατά συνέπεια, στον τρόπο δράσης. Η κάθε κρίση, είναι σαν μια καμπάνα, ένα ξυπνητήρι αν θέλετε, που μοιάζει να μας φωνάζει: «Μην επαναπαύεσαι, σκέψου, επαναπροσδιόρισε, δράσε!» Οπότε, καταλαβαίνετε πως η δική μου ζωή σαν συγγραφέας, στα χρόνια της κρίσης, όπως τα λέτε, είναι πέρα για πέρα δημιουργική!

13. Πως θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;

Η λογοτεχνική παραγωγή σήμερα βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο, καθώς από τη μια η οικονομική κρίση κι από την άλλη η κατάργηση της ενιαίας τιμής βιβλίου,  έχουν φέρει τα πάνω κάτω στην αγορά του βιβλίου. Εκδοτικοί οίκοι και συγγραφείς, αναγκάζονται να ρίξουν αρκετό νερό στο κρασί τους, μειώνοντας τα ποσοστά τους, ενώ οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι δεν εκδίδουν πολλά βιβλία, μη θέλοντας να λάβουν το ρίσκο μιας εκδοτικής αποτυχίας, ενώ κατευθύνουν τους περισσότερους συγγραφείς και ειδικότερα τους πρωτοεμφανιζόμενους, στην αυτοέκδοση των βιβλίων τους. Από την άλλη, η μειωμένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, καθώς και η κατάργηση της ενιαίας τιμής των βιβλίων, έχει οδηγήσει τους πελάτες των βιβλιοπωλείων στο κυνήγι των εκπτώσεων και των προσφορών! Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όχι κατ’ ανάγκη τη μείωση της παραγωγής των βιβλίων, αλλά σίγουρα την ελαχιστοποίηση του τζίρου από τις πωλήσεις τους.

14. Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε; 

Παρόλα τα οφέλη και τις διευκολύνσεις που προσφέρουν τα ηλεκτρονικά βιβλία στο αναγνωστικό κοινό, εξακολουθεί να με γοητεύει η στιβαρότητα, το χρώμα και το άρωμα ενός έντυπου βιβλίου! Όμως, όπως έγινε και με την υπόθεση χαρτονομίσματα και ηλεκτρονικό χρήμα έτσι πιστεύω πως αργά η γρήγορα, η γοητεία που ασκεί πάνω μου το έντυπο βιβλίο, θα σβήσει! 

15. Τώρα ας περάσουμε στην πλευρά του αναγνώστη. Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διαβάσατε;

«Οι νεράιδες του Πόντου» Της Αγγελικής Παμπουκίδου.

16. Ποια είναι τ’ αγαπημένα σας βιβλία;

“Ο καπετάν Μιχάλης”, “Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα”, “Ο προφήτης”, “Ο αλχημιστής”, “Ο γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον”, “Η ουράνια προφητεία”.

17. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Καζαντζάκης, Λουντέμης, Χαλίλ Γκιμπραν, Πάουλο Κοέλιο, Ρίτσαρντ Μπαχ, Τζεϊμς Ρέντφιλντ.

18. Τελευταία ερώτηση. Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια στο χώρο της λογοτεχνίας;

Στο πρώτο μου μυθιστόρημα, “Ο καθρέφτης της Ψυχής” πρωταγωνιστεί ένα μικρό αγόρι! Ο Ορέστης ξεκινάει την αφήγησή του με τη λέξη: Θυμάμαι πως...  Αυτό που θυμάται ο κεντρικός ήρωας, είναι η εφηβεία του και πιο συγκεκριμένα, το Καλοκαίρι που ένα συνταρακτικό γεγονός του άλλαξε τη ζωή! Στα άμεσα μελλοντικά μου σχέδια είναι να παρουσιάσω την εξέλιξη του Ορέστη σε έναν ιδιαίτερο ψυχολόγο – ψυχοθεραπευτή, όπου με τις ικανότητες που απέκτησε από εκείνο το γεγονός που του άλλαξε τη ζωή όταν ήταν μικρός, θα μπορεί να φέρνει τους ανθρώπους σε επαφή με την ψυχή, απαλύνοντας τον πόνο της καρδιάς τους.


*     *     *


ΤΟ ΣΕΡΙΑΝΙ
(του Κώστα Μεταλλίδη) 


Ρώτησα την ψυχή… Να μου πει για τα όνειρα.
Κι εκείνη μου αποκρίθηκε με ένα ποίημα!
Το ονόμασα…     ΤΟ ΣΕΡΙΑΝΙ 
Απόψε το σώμα αντιστέκεται.
Δεν παραδίνεται στον ύπνο δεν αφήνεται.
Δύσκολη μέρα πέρασε σκέφτεται χίλιες λέξεις.
Ξάγρυπνο το κρατούν της λογικής οι σκέψεις.
Δύσκολη μέρα πέρασε κι εμένα με προσπέρασε.
Ύπνο γλυκό του έστειλα και πάω να σεργιανίσω.
Όλο τον κόσμο έχω σκοπό απόψε να γυρίσω.
Δύσκολη μέρα πέρασε λέω να την ξορκίσω. 




Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ
(του Κώστα Μεταλλίδη) 

 Η ιστορία αφορά έναν πρώτο ξάδερφο της γιαγιάς Κωνσταντινιάς, τον Γεράσιμο και αυτό που του συνέβη μια περίεργη, παγερή νύχτα του Γενάρη.                Εκείνο το κρύο Σαββατόβραδο λοιπόν, στο καφενείο ενός μικρού χωριού του νομού Σερρών, τέσσερις φίλοι τσουγκρίζουν ποτήρια γεμάτα με κόκκινο κρασί. Είναι οι μόνοι που απέμειναν στο μαγαζί, ξεχασμένοι από νωρίς το απόγευμα. Πίνουν, λένε ανέκδοτα και γελάνε δυνατά! Ο Βαγγέλης ο καφετζής, που κάθεται στο αντικρινό τραπέζι, σκουπίζει με την ποδιά του τα ποτήρια και χασμουριέται. Απ’ το πρωί στο πόδι, τρέχει όλη τη μέρα για να κρατήσει όρθιο το μοναδικό καφενείο του χωριού. Είναι τόσο κουρασμένος, που δεν έχει τη διάθεση ν’ ακούσει  τ’ αστεία των συγχωριανών του και προσποιείται πως πίνει το κρασί που τον κερνάνε κάθε τόσο. «Παλικάρια… Δώδεκα κοντεύει! Δε με πληρώνεται     σιγά – σιγά, να τραβήξετε κατά τα σπίτια σας, μην πάει κάνας άλλος; Άιντε μπράβο, μπας και προλάβω κι εγώ ο ταλαίπωρος ν’ απλώσω λιγάκι τις αρίδες μου, γιατί αύριο πάλι εδώ θα’ μαι, απ’ τις έξι!» «Σιγά μην έρθεις απ’ τις έξι ρε Βαγγέλα, Κυριακάτικα…» «Εγώ εδώ θα είμαι και θα τρίβω λάχανο και καρότο στο ριντέ, για τις σαλάτες! Τα σαράντα του Πόλυ αύριο, το ξέχασες; Πενήντα νοματαίους έχω να ταΐσω.  Δεν έρχεσαι κι εσύ Γεράσιμε, να βάλεις κάνα χεράκι;» Τι ήτανε να πει ο Βαγγέλης για το μνημόσυνο του Πόλυ; Πάνω που είχαν ξεμείνει κι από ανέκδοτα… Βρήκαν οι τέσσερις φίλοι λόγο για να συνεχίσουν να γελάνε, μνημονεύοντας τα καμώματα του Πόλυ, του τρελού του χωριού! Και θυμάστε ο Πόλυς αυτό; Θυμάστε ο Πόλυς εκείνο; Και δώστου ξανά γέλια και τσουγκρίσματα με τα ποτήρια, ακόμα κι απ’ τον Βαγγέλη αυτή τη φορά, γιατί καθώς φαίνεται, οι παλαβομάρες του Πόλυ είχαν περισσότερο γούστο απ’ τα ανέκδοτα!  «Θυμάστε ρε σεις τι έλεγε συνέχεια ο Πόλυς, εδώ στο καφενείο; Ότι σαν πέθαινε, θα βρικολάκιαζε λέει για να εκδικηθεί όσους τον κορόιδευαν εν ζωή!» Ξεράθηκαν όλοι στα γέλια, εκτός απ’ τον Παντελή, που δείχνει σκεφτικός. «Για σταθείτε ρε σεις… Ο Σταύρος δεν τον κορόιδευε όπου και να τον πετύχαινε;» «Ε και;» «Τι ε και ρε Γεράσιμε; Προχθές δεν έπεσε απ’ τη φοράδα και κόντεψε να τσακίσει το σβέρκο του; Ο Πασχάλης ο κουνιάδος του που ήτανε μπροστά, είπε πως το ζωντανό τρόμαξε ξαφνικά, λες και είδε μπροστά του τον οξαποδώ!  Άγιο είχε ο Σταύρος που τη γλύτωσε σας λέω…» Ο μόνος που γελάει ακόμη, είναι ο Βαγγέλης ο καφετζής, κι εκείνος νυσταγμένα. «Για φαντάσου… Ύστερα σου λένε να μην πιστεύεις στα φαντάσματα!» Είπε και την ίδια στιγμή λούζει κρύος ιδρώτας τον Παντελή, γιατί σκέφτεται πως έχει να γυρίσει και στο σπίτι του, που βρίσκεται ένα χιλιόμετρο μακριά απ’ το χωριό! «Τι έγινε Παντελάκο; Άσπρισες σαν το πανί! Τον κορόιδευες κι εσύ τον Πόλυ έτσι;» Τον ειρωνεύεται ο Γεράσιμος. «Γιατί, μήπως κι εσύ δεν τον κορόιδευες;» «Ναι, αλλά εγώ δεν φοβάμαι…» «Επειδή το σπίτι σου είναι απέναντι.» «Όχι γι’ αυτό, επειδή δεν πιστεύω σε τέτοιες βλακείες!» «Κι όμως κουμπάρε… Θα μπορούσε το πνεύμα του…» Ο Γεράσιμος δεν επέτρεψε στον κουμπάρο του τον Γιάννη να ολοκληρώσει τη φράση του… «Ποιο πνεύμα ρε Γιάννη; Σε είχα και για έξυπνο, πανάθεμα σε… Πέθανε ο άνθρωπος; Τον παράχωσαν στο χώμα; Αυτό ήταν! Πάει, τελείωσε! Όλα τ’ άλλα για βρικόλακες και φαντάσματα, είναι για τους μωρόπιστους.» « Κι αυτά που λένε πως ακούσαν κάποιοι, που πέρασαν βράδυ έξω απ’ τα νεκροταφεία; Τι είναι αυτή η παιδική φωνή που  κλαίει και ζητάει βοήθεια;» «Παραμύθια της Χαλιμάς! Ξύπνα καημένε Παντελή...» Ο Βαγγέλης που στο μεταξύ είχε αρχίσει να λαγοκοιμάται, πετιέται ξαφνικά…» «Κι εγώ την άκουσα τη φωνή αυτή!» «Ορίστε, κι ο Βαγγέλης την άκουσε! Τι να γίνεται άραγε μέσα στα νεκροταφεία μετά τα μεσάνυχτα;» Είπε ο Παντελής κάνοντας τον Γιάννη και τον Βαγγέλη ν’ ανατριχιάσουν. Μόνο ο Γεράσιμος έσκασε ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Ε, λοιπόν, για να σας αποδείξω πως όσα λέτε είναι βλακείες, μόλις το ρολόι δείξει δώδεκα, εγώ θα πάω μέσα στα νεκροταφεία!» «Καλά, σε πιστέψαμε.» «Όχι, σοβαρά μιλάω! Ποιος βάζει ένα στοίχημα;» Όλοι ήταν πρόθυμοι να βάλλουν εκείνο το στοίχημα κι έδωσαν τα χέρια! Όποιος έχανε, έπρεπε να πληρώσει το λογαριασμό εκείνου του τραπεζιού στο καφενείο. «Θα μπεις μέσα όμως!» Τόνισε ο Παντελής. «Μέσα!» Τον βεβαίωσε ο Γεράσιμος. «Θα πας μέχρι το μνήμα του Πόλυ! Κάτω απ’ το μαύρο κυπαρίσσι, που το βάρεσε ο κεραυνός τις προάλλες...» Συμπλήρωσε ο κουμπάρος του ο Γιάννης. «Στο μνήμα του Πόλυ, εντάξει! Όπου θέλετε.» Βεβαίωσε ξανά ο Γεράσιμος. «Και πως θα ξέρουμε ότι πήγες μέχρι το μνήμα του Πόλυ;» Ρώτησε ο Παντελής. «Περιμένετε!» Πετάχτηκε ο Βαγγέλης κι έτρεξε στην κουζίνα του. Επέστρεψε αμέσως, κρατώντας ένα κουζινομάχαιρο. «Τι είναι αυτό;» Ρωτάει ο Γεράσιμος με απορία. «Μαχαίρι!» «Το βλέπω. Γιατί μου το έφερες ρωτάω!» «Για απόδειξη! Αυτό το μαχαίρι θα το καρφώσεις επάνω στο μνήμα του Πόλυ! Αύριο το πρωί που θα τον διαβάσει ο παπάς, θα δούμε ποιος κέρδισε το στοίχημα!» Το ρολόι με το εκκρεμές, στον τοίχο, χτυπάει δώδεκα φορές. Ο Γεράσιμος σηκώνεται όρθιος, αρπάζει το μαχαίρι, το χώνει στην τσέπη του παλτού του κι απομακρύνεται. «Κύριοι… Τα λέμε το πρωί!» Διασχίζει τον κεντρικό δρόμο του χωριού, βγάζει το μαχαίρι απ’ την τσέπη και κοιτάζει πίσω του, γιατί νιώθει πως τον παρακολουθούν. Γνωρίζει άλλωστε το πόσο πειραχτήρια είναι οι φίλοι του... Τελικά, στρίβει απ’ το μονοπάτι με τις φλαμουριές, βάζει ξανά το μαχαίρι στην τσέπη, κουμπώνει όλα τα κουμπιά απ’ το παλτό μέχρι απάνω, για να μην τρέμει απ’ το κρύο κι ανοίγει το βήμα του για να ζεσταθεί, αλλά και για να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα. Πριν το ρολόι του καμπαναριού, στην εκκλησιά του χωριού, χτυπήσει δώδεκα και μισή, βρίσκεται ήδη έξω απ’ την κεντρική είσοδο των νεκροταφείων. Κοντοστέκεται… Νιώθει το κρύο να του τρυπάει τα κόκαλα και την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Ανοίγει την βαριά σιδερένια καγκελόπορτα, που διαταράζει με μια μακρόσυρτη στριγκλιά τη γαλήνη της νύχτας… Μπαίνει στον εσωτερικό χώρο των νεκροταφείων και βαδίζει με προσεκτικά  βήματα, νιώθοντας τα πόδια του να τρεκλίζουν! Φτάνει μπροστά στον τάφο του Πόλυ, κάτω απ’ το κεραυνοχτυπημένο κυπαρίσσι. Γονατίζει στο έδαφος και παραμερίζει με το χέρι του τα σάπια κυκλάμινα που βρίσκονται σκορπισμένα πάνω στο υγρό χώμα. Βγάζει το μαχαίρι απ’ την τσέπη, γυρίζει και ρίχνει μια ματιά τριγύρω… Τη στιγμή εκείνη, ένα ελαφρύ αεράκι κάνει τα μισά απ’ τα αναμμένα καντηλάκια  στα μνήματα, να σβήσουν και τα τζάμια  στα πορτάκια απ’ τα μαρμάρινα εικονοστάσια να τρίζουν. Ντιν ντιν ντιν… Δεξιά κι αριστερά, ντιν ντιν ντιν… μπρος και πίσω απ’ τον Γεράσιμο, τζάμια που συντονίζονται και χτυπούν ρυθμικά!  Ο γονατιστός άντρας σκιάζεται και βγάζει μια πνιχτή κραυγή! Σταυροκοπιέται τρεις φορές… Σηκώνει το μαχαίρι με τα δυο του χέρια που τρέμουν από κρύο κι από μούδιασμα… Κι εκεί που ετοιμάζεται να το καρφώσει στο χώμα, ακούγεται  πάνω απ’ το κεφάλι του η κραυγή μιας κουκουβάγιας, που στέκεται στην κορυφή του μαύρου δέντρου. Στη συνέχεια η κουκουβάγια ανοίγει τα φτερά της και με αργό φτερούγισμα χάνεται στο σκοτάδι. Ο Γεράσιμος νιώθει το μούδιασμα να απλώνεται σε όλο του το κορμί. « Αυτό θα κάνω κι εγώ! Θα εξαφανιστώ μια ώρα αρχύτερα από δω!» Καταφέρνει να ψελλίσει  και κατεβάζει με δύναμη το μαχαίρι, καρφώνοντας το στο χώμα που σκεπάζει τον Πόλυ. Με μια σβέλτη κίνηση κάνει να σηκωθεί για να φύγει, όμως κάτι τον τραβάει πίσω με δύναμη! Ένας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό του και τον πνίγει! Πέφτει μπρούμυτα πάνω στο μνήμα του Πόλυ, με το πρόσωπο χωμένο στα σαπισμένα λουλούδια που βρίσκονταν εκεί απ’ την ημέρα της κηδείας. Τα χέρια του σφίγγουν με δύναμη το χώμα, για λίγα δευτερόλεπτα… Στη συνέχεια οι λαβές του χαλαρώνουν, ξεφυσάει τον αέρα απ’ τα πνευμόνια του...                    Κι ελευθερώνεται!                      
Το επόμενο πρωί τον βρήκε όπως ακριβώς τον είχε αφήσει η νύχτα! Γονατιστό, με τα χέρια ανοιχτά, ξαπλωμένο μπρούμυτα πάνω στο μνήμα του Πόλυ, σαν να τον προσκυνούσε. Καθώς τον σήκωναν οι δυο του φίλοι, φάνηκε η λαβή του μαχαιριού που ήταν καρφωμένο στο χώμα, αφού πρώτα είχε διαπεράσει το μάλλινο ύφασμα απ’ την άκρη του παλτού του! 
Έτσι ο Γεράσιμος κέρδισε το στοίχημα, αφού δεν πλήρωσε ποτέ εκείνο το τραπέζι…  Όμως τον τελευταίο του λογαριασμό, τον ξόφλησε το προηγούμενο βράδυ στον τέταρτο φίλο του, πληρώνοντας με την καρδιά του μάλιστα... Tο ακριβότερο τίμημα.


Η ΘΕΙΑ ΜΟΥ Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ
(του Κώστα Μεταλλίδη) 


Καλοκαίρι σε ένα ορεινό χωριό του Κιλκίς, λίγο πριν το τέλος της δεκαετίας του 80. Ένα καζάνι με νερό, αχνίζει πάνω απ’ τη φωτιά που στήθηκε πρόχειρα μπροστά στο πέτρινο σπίτι. Λίγο πιο πέρα, ανάμεσα σε κότες που βόσκουν αμέριμνα, μια μεταλλική σκάφη είναι τοποθετημένη επάνω σε ένα μουσαμά. Μέσα στη σκάφη, επάνω σε ένα μικρό ξύλινο σκαμνάκι, υπάρχει μια πλάκα πράσινο σαπούνι. Είναι έτοιμη να λιώσει, τρίβοντας τα ξυρισμένα κεφαλάκια των πέντε αγοριών που περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους να καθίσουν στο σκαμνί και να δεχθούν τη φροντίδα της γιαγιάς. Δείχνουν κακόκεφα όμως δεν διαμαρτύρονται. Είναι Σάββατο, ημέρα καθαριότητας! Δε βελονιάζουνε καπνά το Σάββατο! Το καζάνι μπαίνει στη φωτιά, η σκάφη στήνεται στο μουσαμά, το σκαμνί και το πράσινο σαπούνι περιμένουν τους μικρούς ταραξίες, να τους εξαγνίσουν απ’ τις σκανταλιές της εβδομάδας που πέρασε. Κι αφού εξαγνιστούν απ’ τα ευλογημένα χέρια της γιαγιάς, λαμβάνουν το έπαθλο τους! Ένα στρόγγυλο καρβελάκι ζυμωτό ψωμί, που ψήνεται στον υπαίθριο φούρνο με τα ξύλα! Οι πιτσιρικάδες τρελαίνονται απ’ το μεθυστικό άρωμα του ψωμιού. Προσπαθούν να πάρουν μεγαλύτερη ανάσα, όμως η σαπουνάδα απ’ το πράσινο σαπούνι, τους καίει τα ρουθούνια και τους κάνει να βήχουν και να διαμαρτύρονται στη γιαγιά… Να τους ξεβγάλει επιτέλους… Να παραλάβουν το καυτό έπαθλο τους, που δεν είναι ορφανό, αλλά αφού το σπάσει στη μέση η γιαγιά με τα ευλογημένα χέρια που δεν καίγονται, θα τοποθετήσει στη μέση κάθε καρβελιού ένα κομμάτι από φρέσκο, ευωδιαστό, αγελαδινό, σπιτικό βούτυρο! Μόλις λάβει ο καθένας το έπαθλο του, είναι ελεύθεροι και οι πέντε να βγούνε στο χωριό, να παίξουν και να ξεκινήσουν τις σκανταλιές της επόμενης εβδομάδας. Δεν θα γυρίσουν στο σπίτι, παρά μόνο αφού βραδιάσει! 
Την ίδια στιγμή σε ένα κρασοχώρι της Αλσατίας, κάπου ανάμεσα στα σύνορα Γαλλίας και Γερμανίας, στο πέτρινο σπίτι ενός πλούσιου οινοπαραγωγού που μοιάζει με πύργο, μια πορσελάνινη μπανιέρα με επίχρυσα πόδια, βρίσκεται μπροστά σε ένα μεγάλο παράθυρο που βλέπει σε μια καταπράσινη κυματιστή πλαγιά της οροσειράς των Βοσγίων, σπαρμένη με αμπέλι της τοπικής ποικιλίας Riesling, ιδιοκτησία του πλούσιου οινοπαραγωγού. Δίπλα στην μπανιέρα από πορσελάνη, στο δρύινο τραπέζι, βρίσκονται ακουμπισμένα σε μια λευκή βαμβακερή πετσέτα με δαντέλα από μετάξι, δυο λευκά σαπούνια Μασσαλίας, με πλούσιο άρωμα βανίλιας! Ειδική παραγγελία για την απαλή μεταξένια επιδερμίδα της μονάκριβης κόρης του τοπικού άρχοντα. Η γριά παραμάνα μεταφέρει με μια πορσελάνινη κανάτα ζεστό νερό και το ρίχνει στη μπανιέρα. Δοκιμάζει τη θερμοκρασία του νερού με το χέρι της , που δεν καίγεται, και συμπληρώνει κρύο νερό απ’ τον ξύλινο κουβά που βρίσκεται στο πάτωμα. Στη συνέχεια λύνει τη μακριά πλεξούδα της μοναχοκόρης, που δεν την έχει αγγίξει παρά μόνο ο ήλιος και η πιστή γριά παραμάνα. Τώρα είναι έτοιμη να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην κόρη,  προκειμένου να λάμψει και να αρωματιστεί η επιδερμίδα της.  Γιατί μόνο αυτό μπορεί να καταφέρει το αρωματικό σαπούνι. Αφού δεν υπάρχει τίποτα για εξαγνισμό.
Κάπως έτσι, με επισκέπτεται η θεία έμπνευση! Συνήθως σε ένα όμορφο ταξίδι… Μπλέκοντας μνήμες από το παρελθόν, μαζί με εικόνες και σκέψεις του παρόντος. 
Και τότε μια καινούρια ιστορία γεννιέται ως σκέψη! Θέλει να περάσει στο λόγο και να γραφτεί, με κάθε λεπτομέρεια...
Έτσι μου ‘ρχεται να επιστρέψω στο ορεινό χωριό του Κιλκίς, να ελευθερώσω το ένα απ’ τα πέντε αγοράκια από την άχαρη καλλιέργεια του καπνού, και να το μυήσω στα μυστικά της αμπελουργίας! Στη συνέχεια να το οδηγήσω στη Γαλλία, στο Αλσατικό χωριό, να δουλέψει στα αμπέλια του πλούσιου οινοπαραγωγού, να ερωτευτεί τρελά την κόρη, να τον ερωτευτεί κι εκείνη, ο έρωτάς τους να περάσει από σαράντα κύματα, μέχρι που να θριαμβεύσει, σε αντίθεση με τον έρωτα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.
Όμως, υπήρξαν κι άλλα, πολλά ταξίδια! Ιστορίες που σπρώχνονται στην προσπάθειά τους να κερδίσουν μια θέση προτεραιότητας. 
Μάλλον πρέπει να ελαττώσω τα ταξίδια. 
Δικαιολογίες... Πρέπει ν’ αρχίσω να ξενυχτάω πάνω στο πληκτρολόγιο.




*     *     *





ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΩΣΤΑ ΜΕΤΑΛΛΙΔΗ


Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη ένα Σάββατο Δεκέμβρη του 1973. Ζει μαζί με τη γυναίκα της ζωής του, τη Στέλλα και τους δυο υπέροχους γιούς τους, το Θοδωρή και το Σωκράτη!
Ασχολείται με το εμπόριο, λατρεύει τα ταξίδια, τη μουσική, τον κινηματογράφο, το θέατρο, την ανάλυση λογοτεχνικών κειμένων και τους ανθρώπους! Οι πνευματικές αναζητήσεις του ξεκίνησαν απ’ την παιδική ηλικία.
Η δημιουργική γραφή είναι για τον Κώστα σημαντική, όσο και η αναπνοή! Ασχολείται με τη συγγραφή από την εφηβεία, κυρίως γιατί νιώθει την ανάγκη να καταγράφει και να μελετάει τις σκέψεις του, αποκτώντας με τον τρόπο αυτό μια καλύτερη γνώση του εαυτού του. Παρακολούθησε τον ετήσιο κύκλο σεμιναρίων δημιουργικής γραφής της Μαρίας Γούσιου το 2008. Το διήγημά του «Ευχαριστήριο γράμμα» βραβεύεται στο διαγωνισμό διηγήματος της σελίδας writingonline σε Ελλάδα και Κύπρο. ενώ από το 2013 στην προσπάθεια του να έρθει σε επαφή με θεατρικά κείμενα από μέσα, έγινε μέλος της θεατρικής ομάδας ¨ΜΗΧΑΝΗ¨ Το 2016 πρωταγωνιστεί με το ρόλο του Κουρτ, στο έργο του Αύγουστου Στρίντμπεργκ «Ο χορός του θανάτου» . Το Νοέμβριο του 2017 εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο: «Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ».
Δηλώνει ευτυχισμένος κάθε στιγμή!




*     *     *


ΑΝ ΘΕΣ ΚΑΙ ΣΥ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΑΣΧΕΙΣ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ: 

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ

ΚΑΙ ΣΤΗΝ 

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΧΡΟΝΩΝ 

ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

ΠΑΤΗΣΕ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μανιφέστο